Σχόλια από την ανάγνωση του βιβλίου
Εμείς οι έποικοι: ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου του Άκη Γαβριηλίδη
της Λουκίας Μάνο-Χρηστίδη
Το βιβλίο αυτό μόλις το διάβασα, και θα ήθελα να πω κάτι για αυτή την ανάγνωση ενός βιβλίου ασυνήθιστου και εκφεύγοντος των γνωστών και χιλιοειπωμένων/χιλιογραμμένων αναλύσεων. Ενός βιβλίου ευχάριστου. Πράγμα που δεν σημαίνει διόλου ότι μας χαϊδεύει τα αυτιά.
Στο οπισθόφυλλο του «Εμείς οι έποικοι» του Άκη Γαβριηλίδη αναφέρονται διάφορες ερωτήσεις και ερωτήματα καθώς και η πρόθεση /φιλοδοξία του βιβλίου να δώσει (ή να πάρει) απάντηση σε αυτά και πολλά άλλα.
Επιθυμιογόνο το κείμενο του οπισθοφύλλου και το βιβλίο πέτυχε τον σκοπό του. Καθόσον μετά από μια σειρά «εντυπωσιακών συνειρμικών αποτελεσμάτων» (σ. 188) και έχοντας περιπλανηθεί σε πάμπολλα μονοπάτια τόσο της γλώσσας όσο και της γεωγραφίας, συμβάντων, λόγων και γεγονότων, στην αναγνώστρια έχουν δοθεί απαντήσεις σε ένα σωρό απορίες που μερικές δεν τις είχε καν διατυπώσει πρωτύτερα, αλλά και γεννήθηκαν σκέψεις που μπορεί να απαντούν σε άλλα ερωτήματα, είτε αυτά τίθενται στο βιβλίο, είτε όχι.
Συνειρμοί, λοιπόν. Δεν ξέρω αν είναι πρόσφορη η παρομοίωση, αλλά εγώ (και) έτσι το διάβασα, σαν την περιγραφή μιας ψυχανάλυσης. Το κείμενο ρέει ως λόγος συνειρμικός, από λέξη σε λέξη, από στίξη σε στίξη, και όπως σε μια ή πολλές «πραγματικές» ψυχαναλυτικές συνεδρίες σχεδόν ορατά το «σύμπτωμα» του ομιλ-όντος εντοπίζεται, το τραύμα ονομάζεται, η φαντασίωση διασχίζεται – μόνο που εν προκειμένω το ομιλ-όν δεν είναι ο συγγραφέας, αλλά το πλήθος των μετακινούμενων των οποίων τον λόγο ο συγγραφέας συλλέγει, ψάχνει, ψαύει, ακούει και καταγράφει με απίστευτη υπομονή (και τρυφερότητα, θα έλεγα - όχι βεβαίως πάντα και προς όλους!). Θεραπευτικό. Μακάρι έτσι να το διαβάσουν οι αναφερόμενοι.
Όχι μόνον αυτό, όμως. Η ανάγωση αυτού του βιβλίου είναι ψυχαγωγική, με την έννοια της ψυχαγωγίας που γνωρίζουμε από τους ενδόξους προ τρισχιλιετίας προγόνους μας : η αναγνώστρια δεν έπληξε ούτε λεπτό σκυμμένη επί ώρες πάνω σε 450 σελίδες. Και πως να βαρεθείς όταν μαθαίνεις π.χ. τι οφείλει η ευρωπαϊκή δημοκρατία στους κουρσάρους! (σ. 443). Ή όταν επί τέλους αποκτά πρόσωπο η Λαϊστέρα (κάπως queer ή camp, βέβαια, αλλά τόσο γοητευτικό!) Ή όταν αναφωνείς «ώστε αυτό θα πει ... » ή «απο εκεί έρχεται λοιπόν αυτό» : τουλίπες, φανταρίστικα καλαμπούρια, στίχοι γνωστών ασμάτων και τσιφτετελιών, ανέκδοτα για βέλγους, νοτιοαφρικανικοί πόλεμοι, ονόματα δρόμων, πόλεων, ποταμών και γειτονιών, ακόμα και το γιατί η Νέα Υόρκη λέγεται «Big Apple” (σ. 178). Και άπειρα άλλα, που σας αφήνω να τα ανακαλύψετε.
Παράλληλα όμως και αλληλένδετα με τα παραπάνω αποσαφηνίζονται και γίνονται προσιτές κάποιες λέξεις/έννοιες της σύγχρονης φιλοσοφίας, που θα ήταν πολύ χρήσιμο να πάψουν πια να θεωρούνται ως «ακατανόητες». Στο κείμενο του βιβλίου, γίνονται απολύτως κατανοητές. Οι φιλοσοφικές και θεωρητικές αναφορές και παραπομπές είναι πολλές (όσο και οι πηγές από το Διαδίκτυο!) αλλά ποτέ δεν «βαραίνουν», μάλλον δείχνουν πώς η φιλοσοφία δεν είναι κάτι που διαβάζουμε και «μαθαίνουμε» αλλά η σκέψη στην πράξη (και της ανάγνωσης και της γραφής και της εννόησης).
Στο οπισθόφυλλο του «Εμείς οι έποικοι» του Άκη Γαβριηλίδη αναφέρονται διάφορες ερωτήσεις και ερωτήματα καθώς και η πρόθεση /φιλοδοξία του βιβλίου να δώσει (ή να πάρει) απάντηση σε αυτά και πολλά άλλα.
Επιθυμιογόνο το κείμενο του οπισθοφύλλου και το βιβλίο πέτυχε τον σκοπό του. Καθόσον μετά από μια σειρά «εντυπωσιακών συνειρμικών αποτελεσμάτων» (σ. 188) και έχοντας περιπλανηθεί σε πάμπολλα μονοπάτια τόσο της γλώσσας όσο και της γεωγραφίας, συμβάντων, λόγων και γεγονότων, στην αναγνώστρια έχουν δοθεί απαντήσεις σε ένα σωρό απορίες που μερικές δεν τις είχε καν διατυπώσει πρωτύτερα, αλλά και γεννήθηκαν σκέψεις που μπορεί να απαντούν σε άλλα ερωτήματα, είτε αυτά τίθενται στο βιβλίο, είτε όχι.
Συνειρμοί, λοιπόν. Δεν ξέρω αν είναι πρόσφορη η παρομοίωση, αλλά εγώ (και) έτσι το διάβασα, σαν την περιγραφή μιας ψυχανάλυσης. Το κείμενο ρέει ως λόγος συνειρμικός, από λέξη σε λέξη, από στίξη σε στίξη, και όπως σε μια ή πολλές «πραγματικές» ψυχαναλυτικές συνεδρίες σχεδόν ορατά το «σύμπτωμα» του ομιλ-όντος εντοπίζεται, το τραύμα ονομάζεται, η φαντασίωση διασχίζεται – μόνο που εν προκειμένω το ομιλ-όν δεν είναι ο συγγραφέας, αλλά το πλήθος των μετακινούμενων των οποίων τον λόγο ο συγγραφέας συλλέγει, ψάχνει, ψαύει, ακούει και καταγράφει με απίστευτη υπομονή (και τρυφερότητα, θα έλεγα - όχι βεβαίως πάντα και προς όλους!). Θεραπευτικό. Μακάρι έτσι να το διαβάσουν οι αναφερόμενοι.
Όχι μόνον αυτό, όμως. Η ανάγωση αυτού του βιβλίου είναι ψυχαγωγική, με την έννοια της ψυχαγωγίας που γνωρίζουμε από τους ενδόξους προ τρισχιλιετίας προγόνους μας : η αναγνώστρια δεν έπληξε ούτε λεπτό σκυμμένη επί ώρες πάνω σε 450 σελίδες. Και πως να βαρεθείς όταν μαθαίνεις π.χ. τι οφείλει η ευρωπαϊκή δημοκρατία στους κουρσάρους! (σ. 443). Ή όταν επί τέλους αποκτά πρόσωπο η Λαϊστέρα (κάπως queer ή camp, βέβαια, αλλά τόσο γοητευτικό!) Ή όταν αναφωνείς «ώστε αυτό θα πει ... » ή «απο εκεί έρχεται λοιπόν αυτό» : τουλίπες, φανταρίστικα καλαμπούρια, στίχοι γνωστών ασμάτων και τσιφτετελιών, ανέκδοτα για βέλγους, νοτιοαφρικανικοί πόλεμοι, ονόματα δρόμων, πόλεων, ποταμών και γειτονιών, ακόμα και το γιατί η Νέα Υόρκη λέγεται «Big Apple” (σ. 178). Και άπειρα άλλα, που σας αφήνω να τα ανακαλύψετε.
Παράλληλα όμως και αλληλένδετα με τα παραπάνω αποσαφηνίζονται και γίνονται προσιτές κάποιες λέξεις/έννοιες της σύγχρονης φιλοσοφίας, που θα ήταν πολύ χρήσιμο να πάψουν πια να θεωρούνται ως «ακατανόητες». Στο κείμενο του βιβλίου, γίνονται απολύτως κατανοητές. Οι φιλοσοφικές και θεωρητικές αναφορές και παραπομπές είναι πολλές (όσο και οι πηγές από το Διαδίκτυο!) αλλά ποτέ δεν «βαραίνουν», μάλλον δείχνουν πώς η φιλοσοφία δεν είναι κάτι που διαβάζουμε και «μαθαίνουμε» αλλά η σκέψη στην πράξη (και της ανάγνωσης και της γραφής και της εννόησης).
Και αν το βιβλίο, όπως δηλώνει ο συγγραφέας του, δεν κάνει ιστορία ή λογοτεχνία, ούτε φιλοσοφία με τη συμβατική έννοια, κάνει κατά τη γνώμη μου κάτι καλύτερο : ανοίγει μιαν άλλη ματιά, μιαν άλλη κατανόηση, που χωρίς παράθεση ορισμών και θεωρητικών σχημάτων προορισμένων να εξηγήσουν τον κόσμο, διαβάζει αλλιώς των κόσμο και την κοινωνική ποιητική των ανθρώπων. Δεν μπορώ να μην σκεφθώ την έννοια της διαγωνίου (για την ανάγνωση της πολιτικής) η οποία μας γίνεται όλο και πιο οικεία, προσφάτως, μέσα και από άλλες εργασίες, και που εξ άλλου δύο φορές τουλάχιστον αναφέρεται ρητώς (σ. 168 και 438).
Τώρα θα μου πείτε, ούτε μια αρνητική κριτική δεν βρήκα να κάνω; Όταν αυτός είναι ο στόχος, πάντα κάτι βρίσκει κανείς για να μεμψιμοιρίσει. Ωστόσο για μένα τέτοιος στόχος δεν τέθηκε, επομένως αφήνω σε άλλους αυτή την άχαρη άσκηση – αν και θα χρειαστεί να ψάξουν πολύ και ίσως όχι με καλή πίστη. Ας είναι. Στα χίλια παρχάρια όποια/ος βγει, κάτι θα (ανα)γνωρίσει, κάτι θα δει, αν και φοβούμαι αντιδράσεις που θα εκλάβουν, για άλλη μια φορά, τις μη-γνώσεις που προσφέρει το βιβλίο αυτό ως εκφράσεις ενός «αντιεθνικισμού» ή από άλλους ως «αμφισβήτηση των δίκαιων αγώνων» τους – εγώ στο βιβλίο αυτό διάβασα, και συγκινήθηκα, για το δώρο που κόμισαν οι πρόσφυγες (σ. 381), καθώς και μερικά πράγματα για σπίτια και για φιλοξενίες (σ. 301 κ. επ). Είθε έτσι να το διαβάσουν οι πρόσφυγες, οι έποικοι, οι φερέοικοι, δηλαδή όλοι μας.
Λουκία
ΥΓ Αν ζούσε ο Ντελέζ (για τον Γκουαταρί δεν είμαι σίγουρη, ζει;), νομίζω πολύ θα χαιρόταν για τον τρόπο που μετακινήθηκαν οι έννοιες που επεξεργάστηκε ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου