Μάριος Εμμανουηλίδης, Αφροδίτη Κουκουτσάκη :Η στρατηγική λειτουργία της Χρυσής Αυγής


 


Μ. Εμμανουηλίδης – Α. Κουκουτσάκη,
Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης,
Futura, Αθήνα 2013
Πρόλογος: Δημήτρης Ψαράς


Το βιβλίο του Μάριου Εμμανουηλίδη και της Αφροδίτης Κουκουτσάκη, κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες.
Σήμερα, και μετά τις πρόσφατες εξελίξεις, γίνεται ακόμη πιο επίκαιρο. Έως και "προφητικό" θα λέγανε κάποιοι. Δεν συμμεριζόμαστε αυτόν τον χαρακτηρισμό, γιατί δεν είναι ούτε πολιτικός ούτε βοηθά στον στοχασμό. Αλλά επιμένουμε στην σημαντικότητα του βιβλίου, ως μια από τις ελάχιστες προσπάθειες κατανόησης και συζήτησης της θέσης και της λειτουργίας αυτού του φαινομένου, άσχετα και πέρα από τις επί μέρους συμφωνίες ή διαφωνίες.
Προς το παρόν δημοσιεύουμε κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα.



Η στρατηγική λειτουργία της Χρυσής Αυγής


«Ο Κ τοποθετείται αμέσως σε μια ‘μαχητική σχέση με τον Πύργο.
Αλλά υπάρχουν κανόνες, κανόνες αποσυναρμογής,
όπου δεν ξέρουμε πια αν η υποταγή κρύβει τη μέγιστη εξέγερση,
ή αν η μάχη συνεπάγεται τη χείριστη συναίνεση»
G. DeleuzeF. Guattari[1]

1
«Ένας βασιλιάς, όταν ήθελε να εκδικηθεί για μια εξέγερση, εξαπέλυε τα στρατεύματά του. Μέσο θεαματικό αλλά δαπανηρό».[2] Τώρα το κράτος επιτρέπει σιωπηρά στον εφεδρικό στρατό της εξουσίας να καταλάβει το αστικό έδαφος. Κι όταν αχνοφανεί ότι εγκαθίσταται επιτυχώς η νέα κοινωνική ρύθμιση, ή μάλλον όταν φανεί η δυνατότητα να επιβληθούν οι κανόνες που θα προσφέρουν τη νέα ύλη σχέσεων υποταγής και τις νέες δυνατότητες, ίσως η πολυέξοδη για το σύστημα εξουσιών ΧΑ παύσει να είναι χρήσιμη. Γιατί τα στρατεύματα ή οι εθελοντικοί εφεδρικοί στρατοί εξουσίας είναι δαπανηρά εργαλεία, όχι για τα ταμεία του κράτους, αλλά για την οικονομία της εξουσίας. Γιατί εντέλει ο παρατεταμένος τρόμος είναι χρήσιμος για την εισαγωγή και εμπέδωση της κανονικοποίησης (τη μετατόπιση της ισορροπίας), αλλά επικίνδυνος για την ισορροπία του συστήματος και αποκρουστικός για τη σύγχρονη οικονομία. Και αν ο ρατσισμός, ο αυθόρμητος ρατσισμός των μαζών, δεν είναι διαχειρίσιμος, παρά μόνο βρίσκεται σε διακυμάνσεις έντασης, το πολιτικό μόρφωμα της ΧΑ θα μπορέσει να συμπιεστεί από τις δημοκρατικές δυνάμεις. Και ίσως τώρα να βρισκόμαστε σε αυτήν την κατάσταση, ή στις απαρχές της. Γι’ αυτό κάποιες φορές η γραφή αυτού του κειμένου γλιστρά σε παρελθοντικό χρόνο. Αλλά επειδή μιλάμε βουτηγμένοι ακόμη στην κατάσταση αναταραχής, κρατήσαμε τον ενεστώτα χρόνο.
[σ. 28-29]

      2
[...] Η ΧΑ δεν είναι μια πολεμική μηχανή που τείνει να καταλάβει το κράτος, ούτε είναι εντός του κράτους. Συνιστά μια πηγή χρηματοδότησής του. Είναι οριακά προσαρτημένη σε αυτό επιτελώντας μια ειδική στρατηγική λειτουργία.
Οι τεχνικές εφαρμογής δύναμης και παρουσίας που επιλέγει, δολοφονικές και ανώνυμες ή επικοινωνιακές και επώνυμες, δεν προηγούνται, δεν εκβιάζουν την κρατική στρατηγική αλλά εντάσσονται σε αυτή. Τα αντικείμενα και η ορατότητα της δράσης της υπάρχουν και γίνονται επιδραστικά καθώς αποτελούν στοιχεία μιας κρατικής κυριαρχίας και μέριμνας, και οι όποιες τριβές της ΧΑ και του κράτους δεν αναιρούν τη συν-τροπικότητά τους [...]. Όμως, αυτή η παρακολουθηματική δράση της ΧΑ, αυτό το «έπομαι» σε σχέση με την κρατική στρατηγική και την κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής, δεν συνιστά και αδύναμη θέση. Aν «το να κυβερνάς σημαίνει να δομείς το ενδεχόμενο πεδίο δράσης των άλλων»,[3] η δυνατότητα να καθορίζεις το στρατηγικό έδαφος και τα επίδικα αντικείμενα της σύγκρουσης και της δράσης, είναι η ΧΑ που από το καλοκαίρι του 2012 και για πολλούς μήνες κυβερνούσε την ελληνική κοινωνία. Η ΧΑ προκάλεσε τη μετατόπιση του στρατηγικού πεδίου πάλης. Από το Σύνταγμα, τον κεντρικό συμβολικό τόπο της Πολιτείας και τον τόπο της Πλατείας, δηλαδή από τη δημοκρατική πολιτική ως το κοινό έδαφος άσκησης δυνάμεων, τακτικών και στρατηγικών, το κοινό στρατηγικό έδαφος μιας πιθανής δημοκρατικής πολιτικής ή ενός πιθανού πολιτικού πολέμου, η ΧΑ μετατόπισε τα σημεία έντασης και δράσης στις γειτονιές των καταφρονεμένων. («Κάθε σύστημα έχει τον τρόπο του να δομεί το φως, τον τρόπο με τον οποίο πέφτει, συσκοτίζει και διασκορπίζεται, κατανέμοντας το ορατό και το αόρατο».[4]) Αυτή η μετατόπιση δεν ήταν προφανώς ένα εγχείρημα διεύρυνσης των αντικειμένων της κρατικής πολιτικής, αλλά η μετατόπιση του πεδίου πάλης πέρα από την οικονομία και την πολιτική: Στην παρανοϊκή επέκταση του πεδίου πάλης στη βιολογική θεμελίωση της οικονομίας και της πολιτικής. Η μεταφορά του πεδίου πάλης από την Πλατεία της πόλης στις γειτονιές των εξαθλιωμένων ήταν το εγχείρημα εξαφάνισης της κριτικής δύναμης της πολιτικής και επανεμφάνισής της ως βάναυση θεραπεία της νόσου της κρίσης· ως εκδικητική κριτική των εξαθλιωμένων: η αντίσταση του πληθυσμού στην εξαθλίωση και η ηθική κριτική της πολιτικής διαχείρισης, μεταστράφηκε σε απαξίωση της δημοκρατίας και επιθυμία (ή αποδοχή) εξόντωσης των εξαθλιωμένων. Η δόλια δύναμη της εισαγωγής της βιολογικής τάξης ήταν η απονέκρωση της ηθικής και διαχειριστικής κριτικής της πολιτικής σε ένα αίτημα τάξης και ασφάλειας. Αυτή η μεταστροφή της κριτικής και μετατόπιση του πεδίου πάλης ήταν η ήττα της εξέγερσης (αλλά και η διαχείριση της ήττας) και ένα κατώφλι ομαλοποίησης, ως σημείο επιτυχίας του εγχειρήματος εισαγωγής του νέου πλαισίου ζωής του πληθυσμού. Το σύστημα εξουσιών μάλλον δεν θα μπορούσε να διαβεί κανένα κατώφλι ομαλοποίησης χωρίς αυτή τη μεταστροφή (και εξαφάνιση) και τη μετατόπιση του πεδίου πάλης (την οποία μετατόπιση όπως ήδη είπαμε, είχε επιχειρήσει ανεπαρκώς, όπως φάνηκε στις εκλογές του 2012 με την εκτόξευση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ).
[σ. 84-85]

3
[…] Μια κατάσταση αναταραχής εξουσιών, λοιπόν, μια ταυτόχρονη παρουσία ετερογενών, ή ακόμη και αντιφατικών, τροπικοτήτων, μια ελλειμματική, ανίσχυρη και υπερβολική διακυβέρνηση. Στο διαρκή στρατηγικό συντονισμό των σχέσεων που συγκροτούν το τρίγωνο εξουσιαστικής τροπικότητας,[5] τη δεσπόζουσα λειτουργία ασκεί το κράτος ως εξουσία ανώτατης αρχής. Ένα κράτος κυριαρχικό, που παρεμβαίνει, σε όλη την έκταση του κοινωνικού σώματος για τη διοικητική επιβολή της επιταχυνόμενης νεοφιλελευθεροποίησης της κοινωνίας. Το κράτος τείνει να γίνει «όργανο παρακράτησης, μηχανισμός σφετερισμού, δικαίωμα ιδιοποίησης ενός μέρους από τα πλούτη, υφαρπαγή προϊόντων, αγαθών, υπηρεσιών, δουλειάς και αίματος από τους υπηκόους».[6] Αν το κράτος, στο βαθμό που γίνεται υπέρτατη εξουσία «απαιτεί από τους υπηκόους να θυσιαστούν για να σώσουν το θρόνο»,[7] αυτό δεν συνιστά μια απλή επιστροφή στο δικαίωμα της εξουσίας να σκοτώνει ως ενέργεια χρηματοδότησης της ισχύος της. Αν αποσπά την ενέργεια του πληθυσμού και διαχειρίζεται το θάνατό του, αυτή η επιστροφή δεν είναι επιστροφή ενός παλιού χρόνου, αλλά συνιστά μια επανακωδίκωση της κυριαρχικότητας: Γιατί ο θρόνος τώρα δεν είναι το σώμα του βασιλιά, αλλά τείνει να γίνει η «συμβολική δομή που ορίζουν οι παραστάσεις που “αναβλύζουν” από την ίδια την κίνηση του τοκοφόρου κεφαλαίου».[8] Αυτός ο θρόνος δεν έχει σώμα, και είναι ανάγκη να ανασυγκροτηθεί ο πληθυσμός: όχι ως διαχείριση περιττού πληθυσμού, αλλά ως πληθυσμός ο οποίος καθίσται το αρχικό και τελικό ισχυρό σημείο απεδαφικοποίησης και εδαφικοποίησης του κεφαλαίου και αγκύρωσης του κράτους. Αν ο Foucault θεωρούσε ότι από το 18ο αιώνα και έπειτα «η πολιτική οικονομία έμπηξε μια φοβερή σφήνα στην απέραντη έπαρση του Αστυνομικού κράτους» και ότι ήταν αυτό το στοιχείο «που επέτρεψε να εξασφαλιστεί ο αυτοπεριορισμός της διακυβερνησιακής λογικής»,[9] τώρα τα πράγματα είναι αλλιώς: Η κανονικοποίηση της κοινωνίας με γνώμονα την απεριόριστη ισχύ του καθεστώτος αληθείας της αγοράς επιχειρείται με τα μέσα μιας απεριόριστης κρατικής κυβερνολογικής, με τα μέσα ενός κυριαρχικού κράτους.
Συνεπώς, το κράτος αποσύρεται προκειμένου να επαναρρυθμίσει· αδιαφορεί, για να ανασυγκροτήσει τον πληθυσμό. Το κοινωνικό σώμα πρέπει να τρομοκρατηθεί, να δει την τύχη του αντι- ή μη-παραγωγικού, του απειθούς, του επίορκου, του άρρωστου, ή του ψυχοπαθούς, να δει την τιμωρία του σώματος που δεν δαπανάται ως εργατική δύναμη είτε γιατί δεν μπορεί είτε γιατί δεν θέλει πολύ: Να απειληθεί με τα σημάδια της εξουσίας στο σώμα του, να νιώσει τον τρόμο της πιθανής μεταχείρισής του ως περιττό σώμα. Δεν πρόκειται, προφανώς, για τακτικές μείωσης της κρατικής δαπάνης, και οι σαρωτικές κατασταλτικές επιχειρήσεις που σχετίζονται με τη μετανάστευση, την πορνεία ή την τοξικομανία συνιστούν άχρηστες πολιτικές διαχείρισης των ζητημάτων. Ούτε πρόκειται για τεχνάσματα απόσπασης από τους πραγματικούς αγώνες και τα πραγματικά ζητήματα, αλλά για διαύλους μετάδοσης ισχυρών σημάτων στον πληθυσμό: Τα σωματικά σημάδια είναι το σήμα του κόστους της πιθανής ανυποταξίας στις νέες ασαφείς ρυθμίσεις της ζωής. Κι αυτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας του κράτους με το κοινωνικό σώμα είναι οι ίδιοι με τους διαύλους της ΧΑ, τα ίδια σημάδια, τα ίδια σήματα. Η ρευστοποίηση των στοιχείων ζωής του κοινωνικού σώματος επιβάλλεται διά του ακρωτηριασμού του. Η ρευστοποίηση απαιτεί τον τεμαχισμό του στερεού. Αλλά η ΧΑ παίρνει τόσο κυριολεκτικά αυτόν τον τεμαχισμό του στερεού. Υπάρχει μια τομή ανάμεσα στην επιθετικότητα του κυριαρχικού κράτους έναντι της κοινωνίας και της βίας της ΧΑ. Γιατί η βία της ΧΑ δεν είναι βία προσάρτησης, απόκτησης της ενέργειας του θηράματος, δεν είναι πράξη θήρας: Το θήραμα δεν πρέπει να φαγωθεί αλλά μόνο να πεταχτεί, καθώς ο στόχος δεν είναι το θήραμα αλλά η ίδια η χειρονομία της βίας ως προσφορά αυτής και της εικόνας τού ανήμπορου θηράματος στη φαντασιακά αμετάβλητη στερεότητα της φυλής. Αντίθετα, η βία του κυριαρχικού κράτους σκοπό έχει την άμεση προσάρτηση της ενέργειας του θηράματος, της απόκτησης του πλούτου του. Αλλά, αυτές οι δύο διαφορετικές ενέργειες ακρωτηριασμού συναντιούνται εν πολλοίς, όπως θα δούμε στο τελευταίο κεφάλαιο.
[σ. 53-55]

4
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το κεφάλαιο (ή μια κρίσιμη τροπικότητά του) πλέον κινείται με έναν τρόπο που δεν το αφορά η κρατική εγγύηση (που εκφεύγει αυτής) γιατί δεν είναι προαπαιτούμενα ούτε η συναίνεση και οριακά ούτε και η νομιμότητα για να μπορέσει να κινηθεί, να παραχθεί και να συσσωρευτεί. Αν είναι έτσι, και στο βαθμό που το κεφάλαιο κινείται με τέτοιο τρόπο, η οικονομία δεν αποτελεί τόπο εγγυητικής παραπομπής του κράτους στον πληθυσμό. Αντίθετα, οι οικονομικές θεσμίσεις του κράτους στόχο έχουν τη μετατροπή του κοινωνικού σώματος σε χέρσο τόπο ανοιχτών ροών: η οικονομία δεν αποτελεί πλέον τόπο παραγωγής συναίνεσης. Καθώς η νομαδική κίνηση του κεφαλαίου είτε δεν μπορεί να αποτελέσει τόπο παραγωγής κρατικής εγγύησης (με τον τρόπο τουλάχιστον που αντιλαμβανόμαστε ως τώρα το κράτος) είτε μπορεί να προσφέρει μόνο εντοπισμένα, προσωρινά ή επισφαλή σημεία τέτοιας εγγύησης, η εγγυητική επιστολή που θα λειτουργήσει ως εργαλείο «συναίνεσης» για την ομαλή λειτουργία των «πραγμάτων» επιχειρήθηκε να εκδοθεί από αλλού: έξω από τα όρια ή επί των ορίων της δημοκρατικής νομιμότητας. Αυτή η εγγυητική επιστολή έχει ως παραλήπτη το κράτος και εγγυάται την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πληθυσμού και ειδικά του πληθυσμού, της εργασίας και της μη-εργασίας.
Η ΧΑ αποτελεί μια μηχανή αιχμαλώτισης και μετατροπής των πρακτικών αντίστασης και διαφυγής του πληθυσμού σε στοιχεία ενίσχυσης και επέκτασης της κυριαρχικότητας του κράτους (όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το σημαντικό ζήτημα της διαμόρφωσης της φασιστικής υποκειμενικότητας δεν έγκειται στο αντικείμενο του κειμένου). Ως πολιτικοστρατιωτικό στοιχείο του ρατσιστικού Συστήματος (dispositif)[10] ανέλαβε τη δεσπόζουσα στρατηγική λειτουργία της παραγωγής των όρων επιτυχούς εισαγωγής των νέων κανόνων ρύθμισης της ζωής του πληθυσμού, από τη στιγμή που το κρατικό σύστημα εξουσιών (ως κυριαρχικότητα, πειθαρχία ή διακυβέρνηση) φαινόταν ανίκανο να τους επιβάλει. Η ΧΑ αποτέλεσε και αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την ήττα της εξέγερσης και την επιτυχία της αναδιάρθρωσης του πληθυσμού.

5
 [...] Τώρα, το δικαίωμα θανάτου και ζωής του κρατικού ρατσισμού και της ΧΑ, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μελετάει το θάνατο του περιττού, −του περιττού όχι ως περιττώματος αλλά ως επικίνδυνου παράσιτου, ως το πλάι των σχέσεων (Michel Serres)−, να μελετάει το θάνατο της «άπειρης κίνησης» του μετανάστη, για να αφεθεί να ζήσει η άλλη «κραυγή που διασχίζει τον καπιταλισμό, αυτή του Αυτόχθωνα Προλετάριου» που έλεγε ο Deleuze στο «τελευταίο του μάθημα». Αυτή η άλλη κραυγή θα αφεθεί να ζήσει, ώστε «η ύπαρξη του [να] εξαρτάται πια από την τύχη».[11] «Είναι αλήθεια ότι ο πόλεμος σκοτώνει, ότι ακρωτηριάζει φρικτά. Αλλά το κάνει τόσο περισσότερο όσο το κράτος οικειοποιείται την πολεμική μηχανή. Και κυρίως, ο κρατικός μηχανισμός κάνει τον ακρωτηριασμό, τον ίδιο το θάνατο, να έρχονται από πριν. Απαιτεί να έχουν ήδη γίνει: οι άνθρωποι να γεννιούνται έτσι, ανάπηροι και ζόμπι. Ο μύθος του ζόμπι, του ζωντανού νεκρού, είναι μύθος της εργασίας και όχι του πολέμου. Ο ακρωτηριασμός είναι συνέπεια του πολέμου, αλλά είναι όρος, προϋπόθεση του κρατικού μηχανισμού και της οργάνωσης της εργασίας (εξ ού η εκ γενετής αναπηρία όχι μόνο του εργαζόμενου, αλλά και του ίδιου του πολιτειακού παράγοντα, τύπου Μονόφθαλμος ή Μονόχειρ)».[12]
Αυτή η προετοιμασία του σημείου μηδέν του πληθυσμού είναι το έργο, το κοινό έργο του κρατικού ρατσισμού και του κράτους κατά το μέρος που είναι ρατσιστικό κράτος, παρά το ανοικονόμητο ή και το επικίνδυνο (για το ίδιο το συμφέρον του κράτους εντέλει) της ανάληψης εκ μέρους του κράτους αυτού του έργου. Η πολιτική οικονομία του ρατσισμού σχετίζεται με την αποτελεσματικότητα της πειθάρχησης του νομοταγούς πληθυσμού μέσω πολιτικών φόβου και τάξης, αλλά την ίδια στιγμή, σε ένα άλλο πεδίο, και με κάτι άλλο, ίσως πιο κρυφό, πιο αποτελεσματικό, και πιο αμφίβολο. Έχει να κάνει με ένα απόλυτο, αδιανόητο όριο νεοφιλελευθερισμού: την κυριολεκτική και συμβολική εξαφάνιση ενός περιττού πληθυσμού, και ειδικά ενός πληθυσμού που η εργασιακή του δύναμη έχει τη χαμηλότερη ή μηδενική τιμή. Το τρυπημένο από τα χτυπήματα του μαχαιριού σώμα του μετανάστη, η επιλογή των εξουσιών να χαράσσει σημάδια στα σώματα, να επιτίθεται άμεσα στα σώματα των μεταναστών και «των φτωχώτερων των φτωχών», με την επινόηση ανέμπνευστων, στα όρια της ειρωνείας, τελετουργιών είναι ενέργειες απογύμνωσης των σώματων. Όχι μόνο απογύμνωσης από δίκαιο και ηθική αξία, αλλά συρρίκνωσης του σώματος σε ένα σημάδι. Το διάστιγμα του περιττού σώματος: Αν το ζωντανό σώμα είναι ένα ειδικό εμπόρευμα που η ίδια η αξία χρήσης του έχει την ιδιομορφία να είναι πηγή αξίας,[13] το χαρακωμένο σώμα του μετανάστη και «των φτωχότερων των φτωχών» είναι η παραδειγματική αναπαράσταση της διαγραφής του σώματος από τις δυνατότητες χρήσης και την αξία της εργασιακής δύναμης του πληθυσμού τελευταίας στάθμης. Γιατί «είναι, στον πιο χαμηλό βαθμό, ο τελευταίος της σειράς, αλλά και αυτό που στο τέλος μιας ιστορίας ή στο τέλος ενός υπολογισμού έρχεται να ολοκληρώσει τον νόμο μιας διαδικασίας και να αποκαλύψει την αλήθεια του πράγματος, την ουσία του κακού που εδώ συντελέστηκε».[14]
Η πολιτική διαχείρισης της κρίσης ως πολιτική εσωτερικής υποτίμησης προκάλεσε τη ραγδαία, όχι μόνο μέσω των δυνάμεων της αγοράς, αλλά και μέσω της άμεσης διοικητικής παρέμβασης μείωση της τιμής αγοράς της εργασιακής δύναμης. Η οικονομική πολιτική εσωτερικής υποτίμησης συνιστά την άσκηση πίεσης επί των κοινωνικών κανόνων που «διαμορφώνουν την έννοια της κανονικής, δίκαιης αμοιβής».[15] Η ανασυγκρότηση του πληθυσμού απαιτεί την εισαγωγή μιας νέας κανονιστικότητας: τη μείωση των αναγκαίων στοιχείων που θεωρούνται απαραίτητα για την παραγωγή και αναπαραγωγή του εμπορεύματος της εργασιακής δύναμης. Αλλά η μείωση του «ιστορικού και ηθικού στοιχείου της αξίας της εργατικής δύναμης»[16] είναι μια αργόσυρτη διαδικασία.[17] Υπάρχει, συνεπώς, μια χρονική ασυμμετρία ανάμεσα στην άμεση απαίτηση να μειωθεί ραγδαία ο πραγματικός αναγκαίος μισθός (με δεδομένη την παραγωγικότητα της εργασίας) και τη βραδεία χρονικότητα των κοινωνικών και ηθικών στοιχείων της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Η λύση της ασυμμετρίας των χρονικοτήτων οικονομικής και ηθικής ρύθμισης της εργασιακής δύναμης απαιτεί τη φαρμακεία μιας τεχνικής εξουσίας άμεσου χρόνου. Μια τεχνολογία καθυπόταξης της εργασιακής δύναμης ασκούμενη ως θάνατος στον περιττό ‘ξένο’ εργατικό πληθυσμό και μεταφερόμενη ως ακρωτηριασμός στο νόμιμο πληθυσμό, με επίδικο αντικείμενο τη μετατόπιση και εμπέδωση της υποτίμησης της εργασιακής δύναμης ως απαξίωση. Δευτερευόντως, ας σημειώσουμε ότι το άνυσμα του χρόνου άσκησης αυτής της τεχνολογίας καθυπόταξης λειτουργεί προς δυο κατευθύνσεις: προς το παρελθόν, ως πολιτική παγίωσης της μείωσης του τρέχοντος ονομαστικού μισθού αγοράς και προς το μέλλον, ως προκαταβολή μιας μη προαναγγελθείσας μείωσης των όρων παραγωγής της εργασιακής δύναμης.[18]
Προφανώς, οι τελετουργίες βίας, οι πρακτικές απαξίωσης της εργασίας και περιττοποίησης της γενικής νόησης δεν συνιστούν πρακτικές ενθάρρυνσης των δυνατοτήτων του πληθυσμού· μόνο μια γυμνή κυριαρχία, προκειμένου το απαξιωμένο, φοβισμένο κοινωνικό σώμα να ετοιμαστεί για τη νέα ρύθμιση. Καμιά διάπλαση, καμιά ενθάρρυνση, καμιά βελτίωση, αλλά και, οριακά, καμιά αξία, καμιά ανταμοιβή —πιθανά ένας πυροβολισμός για τα δεδουλευμένα. Η απογύμνωση και η απαξίωση ως διαγραφή και εξαφάνιση των δυνατοτήτων επιτηδειότητας είναι επιλογές αδιανόητες για έναν χαρούμενο και αισιόδοξο, στραμμένο προς το μέλλον, ιστορικό νεοφιλελευθερισμό, για έναν παλιομοδίτικο, στρογγυλεμένο θεωρητικό νεοφιλελευθερισμό του ανθρώπου ως homo oeconomicus, ως διαχειριστή του κεφαλαίου του. Αλλά η σχέση νεοφιλελευθερισμού ρατσισμού είναι περίπλοκη, και δεν είναι αυτό το αντικείμενο του κειμένου. Φαίνεται ότι τώρα οι πολιτικές του θανάτου έγιναν απαραίτητες για την εισαγωγή της νέας ρύθμισης της ζωής ως συνάρθρωση ενός ρευστοποιημένου πληθυσμού με τον καπιταλισμό της χρηματιστικοποίησης. Επιπλέον, όταν η ρατσιστική μηχανή επινοεί και εξαφανίζει το περιττό, προσφέρει ως δυνατότητα την έσχατη και αναίσχυντη καταφυγή του κράτους και του πληθυσμού στην ταξινόμηση του αίματος και στην «ποιότητά» του (ομοφυλοφιλία, αναπηρία κ.ά.). Αν το πολιτισμικό, φυλετικό, gender patchwork βημάτισε από κοινού με την επίταση της χρηματιστικής απεδαφικοποίησης, η ρατσιστική μηχανή, ως επίκληση μιας αδιανόητης επιστροφής στην εδαφική επικράτεια και στο λαό ως γένος, είναι το δηλητηριώδες ντρεσσάρισμα του κράτους σε καιρούς διαρκούς κρίσης δεσμών και διακινδύνευσης θέσεων. Ένα παρανοϊκό ντρεσάρισμα που τείνει να ξεχαρβαλώσει την καπιταλιστική μηχανή.
Από μια άποψη, η άσκηση γυμνής δύναμης και η απαξίωση της γενικής νόησης είναι πολιτικές διαχείρισης κρατικής αδυναμίας: Εκεί που το κράτος δεν μπορεί να πιαστεί από πουθενά, σε κατάσταση μειούμενης θεσμικής ισχύος και δυνατότητας κατανόησης και ρύθμισης, μπροστά στην «αδιανόητη» επιτάχυνση του κεφαλαίου, η μόνη δυνατή αγκύρωση είναι η καταφυγή στον πληθυσμό και την εργασία του. Σε αυτό το ίδιο σημείο είναι προσδεδεμένο και το απεδαφικοποιημένο κεφάλαιο: στο πιο αδύναμο και το πιο δυνατό σημείο.
[σ. 89-94]



Αποσπάσματα από το Μάριος Εμμανουηλίδης, «Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής. Η στρατηγική λειτουργία του ρατσιστικού Συστήματος», Μ. Εμμανουηλίδης – Α. Κουκουτσάκη, Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, Futura, Ιούνιος 2013.

(τροποποιημένη μορφή  υποσημειώσεων για την οικονομία του κειμένου)


[1] Z. Ντελέζ-Φ. Γκουατταρί, Κάφκα. Για μια ελάσσονα λογοτεχνία, Αθήνα 1998, σ. 243.
[2] Μ. Φουκώ, «Εγκλήματα και τιμωρίες στην ΕΣΣΔ και αλλού» (1976), Εξουσία, γνώση, ηθική, σ. 47 σ. 39-50.
[3] Μ. Φουκώ, (1982), «Δύο δοκίμια για το υποκείμενο και την εξουσία», Η μικροφυσική της εξουσίας, ό.π., σ. 93. Αν και ο Φουκώ εν προκειμένω αναφέρεται σε μια κυβερνολογική μορφή εξουσίας, η πρόταση διατηρεί τη δύναμή της και στο δικό μας πλαίσιο χρήσης.
[4] G. Deleuze, ό.π., σ. 160.
[5] Εξουσία ανώτατης αρχής (sovereignty), πειθαρχική μορφή εξουσίας, κυβερνολογική (govermentality), βλ. M. Foucault, Security, Territory, Population , ό.π., σ. 107-108. Για την επιλογή της κυβερνολογικής ως μετάφραση του όρου gouvernementalité, βλ. Μ. Εμμανουηλίδης, «Κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής. Τακτικές της επιβράδυνσης», Κοινωνικό Εργαστήριο Θεσσαλονίκης, Ζωή, λόγοι, πολιτικές στον καιρό της κρίσης, Ένεκεν, Θεσσαλονίκη 2013.
[6] Μ. Φουκώ, Ιστορία της σεξουαλικότητας, Αθήνα 1978, σ. 166.
[7] Μ. Φουκώ, «Δύο δοκίμια για το υποκείμενο και την εξουσία», ό.π., σ. 83.
[8] Δ. Σωτηρόπουλος, ό.π., σ. 53.
[9] M. Foucault, Η γέννηση της βιοπολιτικής, ό.π., σ. 33 και 29.
[10] “Με τον όρο ‘Σύστημα’ [apparatus/dispositif] αντιλαμβάνομαι το είδος σχηματισμού που η ύψιστη λειτουργία του σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή είναι να ανταποκρίνεται σε μια επείγουσα ανάγκη. Επομένως το Σύστημα έχει μια δεσπόζουσα στρατηγική λειτουργία. […] Από τη μια μεριά υπάρχει μια διαδικασία λειτουργικού επικαθορισμού επειδή κάθε αποτέλεσμα –θετικό ή αρνητικό, προθεσιακό ή μη προθεσιακό– συντονίζεται ή έρχεται σε αντίθεση με άλλα […και] από την άλλη μεριά, υπάρχει μια συνεχής διαδικασία στρατηγικής επεξεργασίας», Μ. Φουκώ, «Η ομολογία της σάρκας» [1977], Η μικροφυσική της εξουσίας, Αθήνα 1991, σ. 132. Για τον Deleuze, το σύστημα του Foucault είναι γραμμές δύναμης, υποκειμενοποίησης και καμπύλες ορατότητας και εκφοράς, G. Deleuze, «What is a dispositif?», T. Armstrong (ed.), Michel Foucault: Philosopher, Νεα Υόρκη 1991, σ. 159-161.
[11] Ρ. Λούξεμπουργκ, «Στο νυχτερινό άσυλο», μτφρ. Ε. Πατρικίου, εφ. Αυγή 18.1.2009.
[12] G. Deleuze-F. Guattari, «Η αιχμαλώτιση της πολεμικής μηχανής», απόσπασμα από το Mille Plateaux, 1980, μτφρ. Α. Γαβριηλίδης, http://koinoniko-ergastirio.blogspot.gr/2013/01/blog-post.html.
[13] Κ. Μαρξ, ό.π., σ. 180.
[14] J. Derrida, Η τελευταία λέξη του ρατσισμού, μτφρ. Χ.Γ. Λάζος, Άγρα, Αθήνα 1992, σ. 8.
[15] Ιωακείμογλου, Εσωτερική υποτίμηση και συσσώρευση κεφαλαίου, ό.π., σ. 101.
[16] Κ. Μαρξ, ό.π., σ. 184.
[17] «Εάν ο τρέχων πραγματικός μισθός διατηρηθεί επί μακρόν σε επίπεδα χαμηλότερα από τον αναγκαίο πραγματικό μισθό, το ιστορικό στοιχείο των αναγκών θα συρρικνωθεί· και ενώ αρχικά θα έχουμε υποτίμηση της εργασιακής δύναμης, αυτή τελικά θα μετατραπεί σε απαξίωση της εργασιακής δύναμης. Με τον όρο υποτίμηση εννοοούμε την πτώση του τρέχονοντος πραγματικού μισθού κάτω από τον αναγκαίο πραγματικό μισθό, επομένως μια κατάσταση ανισορροπίας, ενώ με τον όρο απαξίωση τη μείωση του αναγκαίου πραγματικού μισθού [μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης], δηλαδή τη διαμόρφωση μια νέας ισορροπίας», Η. Ιωακείμογλου, ό.π. , σ. 105, η πρώτη υπογράμμιση δική μας, οι υπόλοιπες του συγγραφέα.
[18] Αφενός, η απογύμνωση του εισοδήματος της εργασίας από τα προσθετικά τυπικά χαρακτηριστικά: ούτε τα πτυχία, ούτε η πείρα, και μπορεί ούτε καν η ενθάρρυνση του γάμου και της βιολογικής αναπαραγωγής της κοινωνίας υπολογίζονται. Αφετέρου, η υποτίμηση της αξίας της ως την ολοσχερή απαξίωσή, στο όριο της εξαφάνισης (εθελοντική προσφορά εργασίας πρότεινε ο Π. Δούκας, 7.1.2013, αφανισμό του σώματος του μετανάστη επιλέγουν κάποιοι άλλοι): η προσφορά μιας απελευθερωμένης, με αφανισμένη την τιμολόγηση των ποιοτήτων της, εργασιακής δύναμης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου