Από το blog Unemployed Negativity*
Η συνάντηση ανάμεσα στον Σπινόζα και στον Μαρξ, η οποία
διατρέχει τη μαρξιστική σκέψη κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου
αιώνα, οργανώθηκε, αρχικά, γύρω από τρεις άξονες. Ο πρώτος, ή τουλάχιστον ο
πιο γνωστός, αφορά στη χρήση από τον Althusser της σπινοζικής κριτικής στην τελεολογία, τον ανθρωπομορφισμό και τον ανθρωποκεντρισμό, με
στόχο τη διαμόρφωση της μήτρας κάθε πιθανής θεωρίας της ιδεολογίας, μετατοπίζοντας
αποτελεσματικά την ιδεολογία από μία κριτική του ενός ή του άλλου περιεχομένου
σκέψης, στον θεμελιώδη προσανατολισμό της. Ο δεύτερος στη σειρά άξονας,
τουλάχιστον με όρους δημοφιλίας, στηρίζεται στο μετασχηματισμό, σύμφωνα με τον Negri, της ζωντανής εργασίας σε
συγκροτητική ισχύ, μέσω της έννοιας του
σπινοζικού conatus. Μέσα από τη ματιά του Spinoza καθίσταται εφικτό να δούμε την παραγωγική
εργασία, η οποία ενυπάρχει σε κάθε θεσμό και φαντασιακή αναπαράσταση, να
γίνεται τελέσφορη στην εποχή της πραγματικής υπαγωγής. Ένας τρίτος
προσανατολισμός θα μπορούσε να συσχετιστεί με τον Alexander Matheron, ο οποίος διατυπώνει ταυτόχρονα
μια σπινοζική θεωρία για τις κοινωνικές σχέσεις, τη διατομικότητα, προτού καν
επινοηθεί ο όρος, και έναν εκτεταμένο προσδιορισμό της αλλοτρίωσης. Αυτή η
προσπάθεια ορισμών είναι, αναμφιβόλως, απλουστευτική, έχει, ωστόσο, το μοναδικό
πλεονέκτημα να υπογραμμίζει το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της μαρξιστικής
εμπλοκής με τον Spinoza, λαμβάνει χώρα περισσότερο στο πεδίο της πολιτικής ή της
ιδεολογίας, παρά της οικονομίας.
Ο Frédéric Lordon έσπασε
το συγκεκριμένο στεγανό προσπαθώντας να αναπτύξει μια σπινοζική κριτική της
πολιτικής οικονομίας. Η θεωρία του Lordon δεν στηρίζεται στις ελάχιστες, μεμονωμένες
παρατηρήσεις του Spinoza σχετικά
με το χρήμα, αλλά στο σπινοζικό conatus. To conatus δεν γίνεται
αντιληπτό, όπως διαφαίνεται σε ορισμένες άστοχες κριτικές ή εσφαλμένες
οικειοποιήσεις, ως διεκδίκηση της θεμελιώδους εγωιστικής αξίωσης κάθε ύπαρξης,
ως πρωτο-νεοφιλελευθερισμός.
Για τον Lordon το conatus είναι ένας τρόπος με τον οποίο
αντιλαμβανόμαστε τη σχέση ανάμεσα στη δράση και στη συγκρότηση, είναι ένα
στοιχείο επάλληλα δομημένο και δομικό. Το conatus είναι μια βασική προσπάθεια, η οποία
προσδιορίζει τα πάντα εκτός από τους όρους της πάλης. αυτό για το οποίο αγωνίζεται,
και ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύει
τη χαρά ή την απογοήτευση, καθορίζεται από τα ιστορικά συμφραζόμενα. Η
οικονομική δραστηριότητα, ή καλύτερα, η καπιταλιστική οικονομική δραστηριότητα,
μπορεί με αυτό τον τρόπο να νοηθεί ως μία
εκ βάθρων αναδιοργάνωση, της προσπάθειας
καθώς ο βασικός αγώνας για επιβίωση ταυτίζεται με την αναζήτηση εργασίας.
Οι όροι αυτής της εργασίας, το τι κάνουμε, υπόκειται στις περιπέτειες του
καπιταλισμού. Ο ίδιος ο αγώνας για την ύπαρξη κατ’ ανάγκη καθίσταται αδιάφορος για τη διάρκεια αυτού του αγώνα.
Με σπινοζικούς όρους, η εκμετάλλευση της εργασίας μεταθέτει τη χαρά και τη
λύπη, η οποία απορρέει από το conatus και τον αγώνα μας, στο
αντικείμενο για το οποίο αγωνιζόμαστε, δηλαδή το χρήμα.
Θα μπορούσαν να βγουν πλείστα συμπεράσματα από τη θεώρηση
του conatus από
τη σκοπιά του Lordon∙ αξίζει να σημειωθεί πως ο Lordon υποστηρίζει ότι ο
καπιταλισμός και οι πλείστες μορφές του κεφαλαίου, μπορούν κάλλιστα να γίνουν
κατανοητά με άξονα τις συγκεκριμένες μορφές αγώνα. Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν
έχω ολοκληρώσει την ανάγνωση του έργου του «Η
Πολιτική του Κεφαλαίου», θα παραλείψω να σχολιάσω περισσότερο αυτή την άποψη.
Αντιθέτως, θα ήθελα να φέρω τη σπινοζική κριτική της πολιτικής οικονομίας, την
οποία διατύπωσε ο Lordon, προ ενός ερωτήματος που έθεσα προγενέστερα. Το
ερώτημα αυτό, το οποίο διατυπώνεται με έναν τρόπο σπινοζικό, έχει ως εξής:
Γιατί οι άνθρωποι μάχονται για την εκμετάλλευση σα να επρόκειτο για
απελευθέρωση; Γιατί οι άνθρωποι ταυτίζονται με τον καπιταλισμό και αποτυγχάνουν
να καταφερθούν ενάντια στις καθημερινές του εκδουλεύσεις; Ο Lordon ισχυρίζεται
πως η απάντηση μπορεί να δοθεί, αν εξετάσουμε τα πάθη ή συναισθήματα (affects ) και τον τρόπο, με τον οποίο η
αναγκαιότητα και η ελευθερία γίνονται αντιληπτές και αισθητές μέσα στον
καπιταλισμό.
Όπως υποστηρίζει ο Spinoza, τα πάθη γίνονται πιο έντονα,
από άποψη μίσους και αγάπης, ενάντια σε αυτό που εμείς φανταζόμαστε ελεύθερο,
σε σχέση με αυτό που θεωρούμε αναγκαίο. Οι ελεύθερες ενέργειες, ενέργειες που
θα μπορούσαν να γίνουν με διαφορετικό τρόπο, θα παράγουν πάντα περισσότερη
λατρεία και εχθρικότητα, από εκείνες που δε μοιάζουν να είναι τίποτε
περισσότερο από φυσικό επακόλουθο μιας αλληλουχίας γεγονότων. Η φετιχοποίηση
της παραγωγής και η γενικευμένη υποστασιοποίηση της οικονομίας, τη φυσικοποιούν
με τρόπο αποτελεσματικό, μεταβάλλοντας την οικονομία σε σκοπό και ποτέ σε
αποτέλεσμα ενεργειών. Όσο περισσότερο η οικονομία φυσικοποιείται, τόσο
περισσότερο αποπολιτικοποιείται, αμβλύνοντας το θυμό και την αγανάκτηση. Η
οικονομία προσλαμβάνεται ως ιδιότητα των πραγμάτων, ως τρόπος ζωής και όχι ως
συνέπεια ενεργειών. Επιπλέον, η υποτιθέμενη πολυπλοκότητα της οικονομίας, η
παρεμβολή ποικίλων διεθνών παραγόντων, αυξάνουν τη φαινομενική ελευθερία του
ατόμου. Όσο συνθετότεροι είναι οι καθορισμοί
, τόσο πιο εύκολα το άτομο θεωρεί εαυτόν αυτοπροσδιοριζόμενο και καθ’ όλα
ανεξάρτητο. Αν το υποκείμενο του παραρτήματος του Spinoza έριχνε μια φευγαλέα ματιά στην ελεύθερη δράση
του Θεού κατά τη σύνθετη σειρά από αιτίες που προκαλούν την πτώση μιας
κεραμίδας στο κεφάλι ενός ανθρώπου, εμείς βλέπουμε την ελευθερία μας μέσα
από τη διαδοχή σύνθετων αιτιών, οι οποίες αφήνουν την οικονομία να συντριβεί
επάνω μας. Η από την άποψη των παθών διαφορά ανάμεσα στην πολιτική και στην
οικονομία στηρίζεται σε αυτήν ακριβώς τη σύλληψη της ελευθερίας. Η πολιτική μας παρέχει μια σειρά από δρώντες ερμηνευτές
και παράγοντες, οι οποίοι θα μπορούσαν να ενεργήσουν και διαφορετικά, ενώ η
οικονομία μας εμφανίζεται με μία αναγκαιότητα, η οποία δεν επιφέρει ούτε
συμπάθεια ούτε αγανάκτηση.
Με βάση αυτήν ακριβώς την προοπτική, την ανασφάλεια της
οικονομικής μας κατάστασης, είναι που μπορούμε να εννοήσουμε (grasp ) την
εξάρτησή μας από το χρήμα. Το χρήμα, ασφαλώς, είναι κάτι πεπερασμένο και
ασταθές εκείνο όμως που το κάνει να ξεχωρίζει ανάμεσα στα ασταθή αντικείμενα επιθυμίας
που απαριθμεί ο Spinoza, είναι η ικανότητά του να λειτουργεί ως προαπαιτούμενο
για την απόκτηση άλλων πραγμάτων, για την εκπλήρωση άλλων επιθυμιών. Το χρήμα
λειτουργεί ως συναισθηματικό γενικό ισοδύναμο, ως αντικείμενο που αποτελεί
απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε άλλο επιθυμητό αντικείμενο. Αν σε αυτή τη
λειτουργία προσθέσει κανείς τη θεμελιώδη θέση του Spinoza σχετικά με την επιθυμία «ότι
κρίνουμε πως κάτι είναι καλό επειδή αγωνιζόμαστε γι’ αυτό, το λαχταρούμε, το
θέλουμε, το επιθυμούμε» (ΗΙΙΙΘ9, Σχόλιο). Το χρήμα ανάγεται σε αγαθό εξαιτίας
της σχέσης του με όλα τα άλλα πιθανά αντικείμενα της επιθυμίας μας. Καθώς το
χρήμα γίνεται το μέσο για την απόκτηση όλων των άλλων πιθανών αγαθών «απασχολεί
την σκέψη του πλήθους περισσότερο από κάθε τι άλλο» (EIVAPPXXVIII). Η επιθυμία για χρήμα είναι ένα
κοινό συναίσθημα, ικανό να ενώνει το πλήθος περισσότερο από τη λογική.
Η σύνθεση των παθών στον
καπιταλισμό δομείται από
μία σειρά σχέσεων, στις οποίες το χρήμα εμφανίζεται ως το παγκόσμιο
ισοδύναμο της επιθυμίας, η οικονομία ως μία φυσική δύναμη και το άτομο μοιάζει
να είναι ελεύθερο. Οι σχέσεις αυτές, ή τουλάχιστον, η φαντασιακή τους
σύλληψη, προσδιορίζουν τη συγκεκριμένη σύνθεση των παθών, όπου το χρήμα καθίσταται το
αντικείμενο του πόθου, μετατοπίζοντας το όποιο αντίστοιχο μίσος στην εκ των ων
ουκ άνευ φυσικοποίηση της οικονομικής
δομής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου