Από τον φόβο της οικονομίας στην απελευθέρωση της πολιτικής. Υποκείμενος χρόνος και επικείμενη ταυτότητα.

                                                                                                      του Γιώργου Λάιου




Το κείμενο της προφορικής παρουσίασης του βιβλίου του Κοινωνικού Εργαστηρίου Θεσσαλονίκης Ζωή, λόγοι, πολιτικές στον καιρό της κρίσης, Εκδόσεις Ένεκεν, Θεσσαλονίκη 2013
                                                                                                11 Ιανουαρίου 2014, Μικρόπολις
                                                                                    


Όταν ο Μιχάλης Μπαρτσίδης με ρώτησε αν θα ήθελα να πω δυο λόγια στην παρουσίαση του βιβλίου «Ζωή λόγοι και πολιτικές στον καιρό της κρίσης» είπα με- απερίσκεπτη αμεσότητα- «ναι». Δε μπορούσα να σκεφτώ κάποιο λόγο να αρνηθώ μια πρόταση που με τιμά. Ποιος εξάλλου αναρωτιέται ποτέ «γιατί;» όταν είναι χαρούμενος; Ή λίγο πιο πέρα: ποιος απορεί για την ευτυχία του; Μάλλον κανείς. Η μήτρα της διερώτησης και του προβληματισμού- αυτής της «αυθόρμητης» περιέργειας που μας οδηγεί στη γνώση- είναι η δυσκολία και η δυστυχία. Ευτυχισμένη είναι λοιπόν, κατά μία έννοια, η ζωή στις φυσικά διευθετημένες της συνθήκες, απερίσκεπτη και αδιατάρακτη από «προβλήματα».
Όταν λοιπόν άρχισα να σκέφτομαι την εκδήλωση, αυτή από ωραία ένοικος του ρετιρέ των ιδανικών προτύπων άρχισε να μετακομίζει στα σκοτεινά υπόγεια του προβληματισμού: έψαχνα να πω κάτι το

οποίο θα άξιζε κανείς να ακούσει, για να αντλήσω από αυτό την απαραίτητη αυτοπεποίθηση, ώστε να το εκφωνήσω. Ήδη ο προβληματισμός μου ανέδειξε μια πρώτη σχέση αυτού που σκεφτόμουν κι αυτού που διάβαζα στο κείμενο της Μαρίας Μποντίλα. Πιο συγκεκριμένα, το πρόβλημα μετατέθηκε στο πεδίο της εκφοράς λόγου και μάλιστα λόγου επιτελεστικού με μια μικρή αλλαγή φοράς: είμαι αυτό που θα ανακοινώσω. Επομένως αυτή η εκφορά λόγου, κατά ένα μέρος αποδυναμωμένη από τον εσωτερικό φόβο, κατά ένα άλλο ενδυναμωμένη από τις αντιστάσεις απέναντί του, απόκτησε γρήγορα ταυτοτική σημασία.
Ας μου επιτραπεί μια επισήμανση: στη χώρα μας από χρόνια η ανεργία βρισκόταν σε έξαρση, οι δημόσιες επενδύσεις υπό περιορισμό και ο παραγωγικός τομέας σε κακή κατάσταση. Αυτό που συνέβη με την κρίση είναι μια συμπύκνωση σε συγκεκριμένο χρόνο, μια αύξηση του ρυθμού, μια επιτάχυνση, όπως ίσως θα ήθελε να πει ο Μάριος Εμμανουηλίδης, και μια αντίστοιχη ποιοτική αναβάθμιση όλων αυτών των χαρακτηριστικών σ’ αυτό που λέμε κρίση. Το μπλοκ εξουσίας δεν προλάβαινε πλέον να κάνει κινήσεις διευθέτησης των προβλημάτων ή έστω να μεταφέρει τα προβλήματα από τον ένα τομέα στον άλλο κι έτσι όλες οι «τρύπες» παρέμεναν ανοιχτές. Μαζί μ’ αυτή τη συμπίεση όμως ήρθε και μια άλλη: τεράστιος όγκος πληροφοριών για την προέλευση της κρίσης «έρεε» από παντού προς στους πολίτες οι οποίοι τώρα άκουγαν ότι ένοχοι για την κρίση είναι τα CDS, η άνοδος των Spreads και άλλες κάποτε κι οι ίδιοι, οπότε αναγκαστικά η λύση θα έπρεπε να έρθει είτε με EUROBONDS είτε με λιτότητα, υπομονή και εργατικότητα. Κάθε μεμονωμένη εξήγηση διαπερνούσε κάθε πτυχή της ζωής σαν η μόνη αιτία σε μια ακατάσχετη ροή τυχαίων νοηματικών ή συνειρμικών συνδέσεων ώστε παρολίγον ο Μπεν Μάτσας να έχει δίκιο ότι πρόκειται όντως για έναν «παράλογο κόσμο». Η διαμάχη για την καταγωγή και την υπέρβαση της κρίσης είχε ρητά μετατοπιστεί αποκλειστικά στο πεδίο της οικονομίας. Η κυριαρχία του οικονομικού λόγου, ο οποίος δεν καθοδηγούνταν από την πολιτική, αλλά την καθοδηγούσε, ανέδειξε σε όλους τους πολιτικούς χώρους ως στελέχη οικονομολόγους και περιόρισε αισθητά την πολιτική ανάγνωση των εξελίξεων. Ακόμη και στους κόλπους της αριστεράς για μεγάλο διάστημα ηγεμόνευσε μια τάση διαχείρισης των οικονομικών στρατηγικών όπου η πολιτική αποτελούσε απλά το εργαλείο μεταστροφής των επιλογών αυτών. Ίσως -αναδιατυπώνοντας πτυχές της σκέψης των Μπαρτσίδη- Λαλοπούλου- : η πολιτική συζήτηση για αυτό που θα θέλαμε θεωρήθηκε κάτι παλιό, συνυπεύθυνη με την μεταπολιτευτική Ελλάδα της διαφθοράς και του λαϊκισμού και της επιβλήθηκε η σιωπή, πράγμα που αποτελεί με τη σειρά του μια συμπύκνωση των τάσεων για αποδοχή «ρεαλιστικών» και «υπεύθυνων» φωνών που «νοικοκυρεύουν» πρώτα το σπίτι τους, το οποίο είναι «ακατάστατο», ώστε με «καθαρό κούτελο» να διεκδικήσουν αργότερα αυτό που μόνο σε μια εργατική, καθαρή από τύψεις και ενοχές συνείδηση αξίζει: μια χείρα βοηθείας. Στην πραγματικότητα για να ξεφύγουμε από την διεθνή επιτήρηση, για να αποκτήσουμε πάλι την ελευθερία μας, η οποία πραγματώνεται στο πλαίσιο του καπιταλισμού πρωτίστως ως ελευθερία στη διακίνηση και την κατανάλωση προϊόντων, θα πρέπει να αποκτήσουμε οικονομική επιφάνεια, να αυξήσουμε την αγοραστική μας δύναμη, να ρυθμίσουμε τη σχέση μας με το χρέος, το πρώτιστο καθήκον. Επομένως η δημόσια εκφορά του οικονομικού λόγου απέκτησε, όπως για μένα η κοινοποίηση αυτών εδώ των σκέψεων, ταυτοτικό χαρακτήρα, εφόσον η ελευθερία είναι στοιχείο ταυτότητας του ανθρώπου στον δυτικό κόσμο.
Άρα η καταδυνάστευση της πολιτικής από τον οικονομικό λόγο εγγράφει τον εξειδικευμένο οικονομικό λόγο στον πιο στενό πυρήνα της πολιτικής και με την ανάμνηση ενός τέτοιου αναγωγισμού τον θέτει πάντοτε ως προϋπόθεση κάθε απόπειρας συγκρότησης της ταυτότητας του Πολίτη.
Η απόδοση της εξουσίας στους «επαΐοντες» αποσυναρμολογεί αντίστοιχα το πλέγμα των σχέσεων που συναρμόζονται στην πραγματική έννοια της πολιτικής ζωής και φτάνουμε στο σημείο ενός καταμερισμού με βάση τον οποίο ως πρωθυπουργός της χώρας ορίζεται τραπεζίτης, καθώς θεωρείται ο πλέον κατάλληλος να μας βγάλει από την κρίση. Το επόμενο διάστημα βλέπουμε μια ένταση της στροφής στον τεχνοκρατισμό: στη θέση του Υπουργού Οικονομίας έναν καθηγητή οικονομικών, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης έναν δικαστικό, στον Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης έναν καθηγητή του συνταγματικού δικαίου και στο Υπουργείο Παιδείας ακόμη έναν καθηγητή πανεπιστημίου. Το ζητούμενο ένα: οικονομικός εξορθολογισμός. Όλοι τους στην εξυπηρέτηση των δανειακών μας υποχρεώσεων. Η διανόηση που έπρεπε να σηκώσει κεφάλι, σήκωσε τελικά μανίκια για τη διεκπεραίωση των Μνημονίων. Απολύσεις, διάλυση του δημόσιου τομέα, υπερφορολόγηση, περικοπές μισθών και δικαιωμάτων, αποδιάρθρωση του συστήματος υγείας διάλυση του ελληνικού πανεπιστήμιου. Κι όλα αυτά με το κύρος του επιστημονικού λόγου ως αποδοχή και πραγμάτωση της «αλήθειας» καθότι «αυτοί είναι ειδικοί και ξέρουν» μιας που «με τους πολιτικούς δεν είδαμε προκοπή».
Να γιατί αυτό το βιβλίο από την ημερίδα που το συγκρότησε μέχρι σήμερα παραμένει χρήσιμο. Γιατί είναι μια διαρκής υπενθύμιση της ανάγκης να επιστρέψουμε στην πολιτική, να ανασυνθέσουμε αυτές τις «σπασμένες εικόνες» στην αρχική τους ενότητα, εκεί όπου πλέον όλες οι συνιστώσες της καθημερινής μας ζωής παλεύουν διαρκώς για τη διευθέτησή τους, μια που οι αντιφάσεις συμπλέκονται και ανατάσσονται εντός ενός ενιαίου πεδίου γιατί, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του βιβλίου, δεν είναι πλέον πρόσφορο να διακρίνουμε «το πολιτικό, το συμβολικό, το πολιτιστικό επίπεδο». Ο κριτικός αναστοχασμός πάνω στην πολιτική, όπου εμπεριέχονται όλες οι άλλες κατηγορίες, επιτυγχάνεται με τη στροφή του βλέμματός μας στην καθημερινότητα, εκεί που η θεωρία και η πράξη σφυρηλατούνται σε μια αξεδιάλυτη ενότητα.
Λίγο πολύ η κρίση σημαίνει την αύξηση των προβλημάτων και των εμποδίων τα οποία μας απομακρύνουν κι άλλο από τη σχετικά διευθετημένη «ευτυχισμένη» καθημερινή ζωή, επομένως ο στοχασμός με αφορμή –πώς αλλιώς;- την κρίση δε θα μπορούσε παρά να ξεκινά με τον αναστοχασμό της ζωής, έτσι αυτό που υπαινίσσεται η φράση «βιωματική κατανόηση» παίρνει αναγκαστικά τη μορφή «όλοι μιλάμε για όλα». Έτσι έχουμε μια ορθοπεδικό να συζητά για την «αναταραχή ηλικιών στα χρόνια της κρίσης», έναν φυσικό να προβαίνει σε πολιτικές αναλύσεις αλλά και μια σειρά από τοποθετήσεις ανθρώπων οι οποίοι διαθέτουν τα επιστημονικά τους όπλα στην υπεράσπιση της πολιτικής κι όχι στην εξύψωσή της πάνω από την κοινωνία.
Όλα αυτά σαφή είτε θολά δε μπορούν να κατανοηθούν χωρίς εκείνο το σημείο που «τα τέμνει όλα λοξά» όπως πολύ ωραία επισημαίνεται στην εισαγωγή. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι με κάποιο τρόπο πάντοτε και ιστορία της «συνείδησης». Κανείς δεν οδύρεται για μια ανθρώπινη ζωή που δεν υπήρξε. Πολλοί όμως θρηνούν για μια ζωή που δεν υπάρχει- πια. Αντιστοίχως η συνείδηση με την εμφάνισή της θέτει απ’ την αρχή το πλαίσιο της ανθρωπινότητας, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, του τι σημαίνει να ζει κανείς. Σ’ αυτή τη διάσταση υπάρχει θρήνος για μια ζωή που δεν υπήρξε με την έννοια των αδοκίμαστων και ανεκπλήρωτων επιθυμιών, μιας εναλλακτικής εκδοχής της ζωής μας. Θεμελιώδης προϋπόθεση σε μια τέτοια κατανόηση είναι ο χρόνος.
Ας μου επιτραπεί ένας λογικός παραλογισμός. Υπάρχουν άπειρες δυνατές ζωές που θα μπορούσε ο καθένας μας να ζήσει αλλά λιγοστεύουν -παραμένοντας άπειρες- εξαιτίας του ότι ο καθένας μας εισέρχεται με τη ζωή του σε ένα προεγκατεστημένο περιβάλλον. Το συνδιαμορφώνει στην πορεία αλλά δεν το διαμορφώνει ο ίδιος από την αρχή. Μ’ αυτή την έννοια η ελευθερία των επιλογών του, η ποικιλία των εκδοχών της ζωής του, ορίζεται από την ζωή που πραγματώνουν οι άλλοι γύρω του στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, στο timing που ο ίδιος καλείται να πραγματώσει τη δική του. Ο χρόνος αναδεικνύεται τώρα σε καθοριστικό παράγοντα της ηθικής στάσης του υποκειμένου, είτε πρόκειται για άτομο, είτε για μια κοινωνική τάξη, είτε για ένα κράτος. Σ’ αυτό τον αλληλοκαθορισμό των συνθηκών με τον χρόνο έχουν μέχρι ένα βαθμό παγιωθεί και συγκεκριμένου τύπου ρόλοι και σχέσεις στην κοινωνία οι οποίοι πλέον διαταράσσονται όπως επισημαίνει η Ελένη Μπέλα το κείμενο της οποίας ενοικεί μια παραγωγική «κλειστοφοβία»: εγκλεισμός σε life style πρότυπα, νεανικά αδιέξοδα, απώλεια ρόλου και προοπτικής των πιο ηλικιωμένων, υπογονιμότητα, λογοκρισία των ονείρων και της φαντασίας. Η «κλειστοφοβία» αυτή εκδηλώνεται πιο σθεναρά στο τέλος του κειμένου με τη φράση «μήπως πάψω να υπάρχω» ενώ λίγο πιο κάτω διαβάζουμε ότι «εν μέσω κρίσης όλες οι ηλικίες χάνουν τον τρόπο επίγνωσης του εαυτού και του βίου». Μοιάζει λοιπόν σαν όλα τα αδιέξοδα να σημαίνουν μια ταυτοτική συνέπεια, μια αδυναμία να γνωρίσουμε τον εαυτό μας ενόψει μιας αναστολής που προκαλείται μπροστά στο τέλος. Είναι βέβαια αλήθεια ότι κανείς μας δε μπορεί να γνωρίσει με την ακριβή έννοια του όρου όλη του τη ζωή, αφού τη ζωή την ολοκληρώνει ο θάνατος. Χωρίς αυτόν δηλαδή είναι ατελής. Ωστόσο υπάρχει ένα στοιχείο με τη βοήθεια του οποίου υπερβαίνουμε την ατομικότητά μας κι αυτό ξεπηδά από την ικανότητα της συνείδησης να υποθέτει τον εαυτό της στο μέλλον, όπως πχ. ο μελλοθάνατος που ξέρει πως μετά το θάνατό του ο κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει. Η σκέψη του παίζει διαρκώς ανάμεσα στο παρόν και στο μέλλον, γεγονός που αποκαλύπτει την ύπαρξη στη συνείδηση ενός υπερατομικού χαρακτήρα. Με λίγη παραπάνω τόλμη θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την πολιτική διάσταση της συνείδησης που ξέρει ότι ανήκει σε κάτι ευρύτερο, που όσο κι αν ιδιωτεύει έχει υπόψη της ότι αποτελεί ένα κομμάτι αυτού του κόσμου, ότι η ίδια συγκροτείται ως στοιχείο του και παίρνει θέση μέσα του κι ότι η ευθύνη για την τύχη του πηγαινοέρχεται συγχρόνως και αδιάκοπα από τη μάζα στο άτομο και αντιστρόφως καταργώντας έτσι διαρκώς τα όρια μεταξύ των δύο εννοιών. Η άρση του τελικού ορίου, επί της ουσίας του ίδιου του τέλους, μέσα από την αφύπνιση αυτής της δυνατότητας μπορεί από μια άποψη να εισφέρει μια κρίσιμη δυναμική που το άτομο και η κοινωνία που υπάρχουν μ’ αυτό τον τρόπο σε μια υποκειμενική ενότητα να απελευθερωθούν από το φόβο των αδιεξόδων και την γραμμική αντίληψη για τη ζωή στο τέλος της οποίας μας προσμένει μια τελική ανταμοιβή.
Μορφολογικά αλλά και στο περιεχόμενό του, ο συλλογικός τόμος «η ζωή, οι λόγοι, οι πολιτικές στον καιρό της κρίσης» δεν αποτελεί έναν ύμνο μιας κοινωνίας ανταμοιβής που θα μας περίμενε στην τελική γραμμή όλων των αγώνων. Εκείνο που προσπαθεί και καταφέρνει με επιτυχία για τα μέτρα του είναι να επαναφέρει τα «σώματα στην πολιτική», ή μάλλον να συνδράμει στην ιστορική μάχη της χειραφέτησης, αγώνα που κάνουμε στη σημερινή συγκυρία όλοι όσοι παλεύουμε για την απελευθέρωση της πολιτικής και την διάνοιξη ενός δρόμου απροσπέλαστου για τις ερπύστριες του νεοφιλελευθερισμού.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου