Ο ΠΑΟΚ, το μεγαλύτερο αντιφασιστικό κίνημα

του Άκη Γαβριηλίδη

Το Σεπτέμβριο του 2013 έλαβε χώρα μία αντιπαράθεση ανάμεσα στους συνδέσμους οπαδών του ΠΑΟΚ και τη Χρυσή Αυγή, με αφορμή τη φωτογράφηση ποδοσφαιριστή αλβανικής καταγωγής με ένα μπλουζάκι με το σήμα τού UCK. Αρχικά υπήρξε ένας πόλεμος ανακοινώσεων, ενώ λίγες μέρες μετά περίπου 80 οπαδοί της ομάδας έκαναν και ένα είδος «πορείας» προς τα γραφεία της ΧΑ και τα πολιόρκησαν. Κάποιοι από αυτούς συνελήφθησαν για «διατάραξη κοινής ειρήνης» και ένα-δυο άλλα πλημμελήματα αλλά αθωώθηκαν στο δικαστήριο.

Το γεγονός δεν πέρασε ακριβώς απαρατήρητο· αρκετοί σχολιαστές στα έντυπα και τα ηλεκτρονικά μέσα το κάλυψαν τότε και ανέδειξαν τη σημασία του[1]. Ωστόσο, σύντομα μετά ήρθε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και οι συλλήψεις των δολοφόνων και άλλων ναζιστών, και το επισκίασαν. Θα ήταν χρήσιμο να ξαναγυρίσουμε στο
περιστατικό αυτό, διότι νομίζω ότι αποτελεί την πιο σημαντική και ενδιαφέρουσα στιγμή στην πορεία του αντιφασιστικού κινήματος των τελευταίων τριών χρόνων και
συνιστά ένα παράδειγμα από το οποίο έχουμε πολλά να διδαχθούμε.

Τα διδάγματα αυτά θεωρώ ότι αφορούν και τα δύο επίπεδα στα οποία εκτυλίχθηκε η αντιπαράθεση: τόσο το επίπεδο του λόγου, όσο και αυτό της έμπρακτης αντιμετώπισης των ναζιστών στο δημόσιο χώρο. Το ένα εξαιτίας του άλλου. Ή μάλλον, το συνδυασμό τους, το αρμολόγημα [agancement] που συνιστούν οι ανακοινώσεις των συνδέσμων οπαδών από διάφορες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και εκτός αυτής, τα πανώ και τα συνθήματα στο γήπεδο και –last but not least- η επίθεση των οπαδών στα γραφεία της ΧΑ στο Βαρδάρη.



Α) Σε μια από τις ανακοινώσεις τους, οι σύνδεσμοι οπαδών υπενθυμίζουν μεταξύ άλλων ότι ο ΠΑΟΚ «είναι ένας σύλλογος περήφανων μεταναστών  από αυτών που ήρθαν σφαγμένοι και κυνηγημένοι σαν Έλληνες από την Τουρκία και όταν ήρθαν στην Ελλάδα τους φέρθηκαν σαν σκουπίδια επειδή ήταν Τούρκοι». Η αυτοπεριγραφή αυτή, και ειδικά η χρήση του όρου «μετανάστες» (και όχι «πρόσφυγες»), είναι φανερό ότι αιφνιδίασε και εξόργισε τους Χρυσαυγίτες, εφόσον ακυρώνει το δυιστικό σχήμα Έλληνες vs μετανάστες με το οποίο αυτοί προσπαθούν να νοηματοδοτήσουν την ύπαρξη και τη δράση τους –επαναφέρoντας στην εικόνα τη δυνατότητα, ή μάλλον την πραγματικότητα, του να είσαι ταυτόχρονα και Έλληνας και μετανάστης, όντας στην Ελλάδα.

Β) Η έμπρακτη –και επιτυχής- διεκδίκηση του χώρου της πόλης από τη ΧΑ αποτελεί εξίσου ανεπανόρθωτο πλήγμα για το γόητρο των ναζιστών. Διότι τους αντιμετωπίζει –και τους νικά- στο «δικό τους γήπεδο», στο χώρο της συγκρότησης μιας μαχητικής και αμφισβητησιακής νεανικής αρρενωπότητας.


Το επεισόδιο λοιπόν αυτό κομίζει ένα διαφορετικό παράδειγμα αντιπαράθεσης με το ναζισμό, το οποίο βασίζεται σε μία διαθετική (affective) προσέγγιση και όχι σε μια ηθικολογική επίκληση αφηρημένων αρχών (του κράτους δικαίου, της ευρωπαϊκότητας, των συμφερόντων της εργατικής τάξης …) στην οποία συνήθως εξαντλούνταν ως τώρα το οπλοστάσιο του αντιφασισμού.

Για τον ίδιο λόγο, κομίζει μια διαφορετική αντίληψη υποκειμενοποίησης.

Στις κλασικές μοντερνιστικές εκδοχές του αντιφασιστικού λόγου ή/ και δράσης, το υποκείμενο που εγκαλείται ως αντιφασιστικό είναι πάντοτε δεδομένο, και μένει ίδιο με τον εαυτό του πριν και μετά τη δράση. Είναι άλλοτε η «δημοκρατική/ ορθολογικά διαφωτισμένη κοινή γνώμη» που «απεχθάνεται τα άκρα», άλλοτε η «εργατική τάξη» που «δεν έχει να μοιράσει τίποτε με τους ξένους εργάτες», αλλά κυρίως –και πάντοτε- είναι «ο λαός μας», που είναι εξ ορισμού δημοκρατικός, αντιστάθηκε στους Γερμανούς, είχε χιλιάδες θύματα κ.λπ.

Αντιγράφω παρακάτω ένα από πολλές απόψεις εντυπωσιακό απόσπασμα από μία άλλη κοινή ανακοίνωση πολλών συνδέσμων σχετικά με το θέμα, για την οποία το σάιτ που την δημοσιεύει σχολιάζει εύστοχα –αν και μάλλον ενοχλημένο- ότι περιέχει «12 λέξεις για τον UCKάτσε, 499 για τη Χρυσή Αυγή!».


Ο Π.Α.Ο.Κ. το μεγαλύτερο επαναστατικό κίνημα που γνώρισε τούτος εδώ ο τόπος, δεν είναι ούτε δεξιός, ούτε αριστερός, ούτε κεντρώος, πολλώ δε μάλλον, δεν είναι φασίστας. Υπηρετείται με πάθος από ετερόκλητους ανθρώπους διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων, που χαλασμένα από την προπαγάνδα και τον προσηλυτισμό μυαλά είναι αδύνατον να αντιληφθούν. (…) ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΟΛΑ, πάνω από οικογένειες σπίτια ιδεολογήματα και λοιπές διχαστικές πίπες με τις οποίες επί δεκαετίες ποτίζανε πολιτικάντηδες παντός τύπου το πόπολο, με αποτέλεσμα την σημερινή σήψη της κοινωνίας. Πατρίδα μας και Θρησκεία μας ο ασπρόμαυρος Δικέφαλος Αετός. 


Διατυπώσεις όπως η παραπάνω, στις οποίες η απόρριψη της φασιστικής τοποθέτησης, αν και εντονότερη, πάντως συμβαδίζει με την άρνηση των συντακτών να αυτοτοποθετηθούν σε οποιοσδήποτε άλλο σημείο του πολιτικού φάσματος, περιλαμβανομένης και της αριστεράς, πιθανόν να σκανδαλίζουν κάποιους παραδοσιακούς αντιφασίστες. Ωστόσο, αυτοί θα πρέπει να συγκρατήσουν τον εκνευρισμό και την απογοήτευσή τους, να αναστείλουν την ακατάσχετη επιθυμία που νιώθουν να παρατήσουν την ανάγνωση του κειμένου, και να δείξουν λίγη περισσότερη υπομονή και εμπιστοσύνη στον λόγο αυτόν, αφήνοντάς τον να εξελιχθεί. Όσα έχουν να κερδίσουν με αυτό είναι απείρως χρησιμότερα από δέκα ντοκυμανταίρ τύπου «Φασισμός ΑΕ» και από εκατό προκηρύξεις οργανώσεων της αριστεράς. Συμβολικά, είναι ανυπολόγιστης σημασίας γεγονός το ότι εμφανίζονται κάποιοι που δεν δηλώνουν αριστεροί, αλλά δηλώνουν αντιφασίστες. Και όχι μόνο δηλώνουν, αλλά και πράττουν αναλόγως κατά τρόπο που ελάχιστοι αριστεροί έχουν πράξει.

Πράγματι, όπως υποστήριξα πρόσφατα στο σημείωμά μου με τίτλο «Οικονομισμός ΑΕ», η συγκεκριμένη ταινία, και οι συναφείς τύποι λόγου, καταβάλλουν όλη τους την ενέργεια για να βροντοφωνάξουν ότι «το φασισμό τον φέρνει ο καπιταλισμός». Ποιο είναι το πολιτικό αποτέλεσμα ενός τέτοιου ισχυρισμού, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι τον τεκμηριώνουν 100%; Η προβολή του δεν προσθέτει απολύτως τίποτε στον αντιφασιστικό αγώνα, εφόσον πείθει μόνο τους ήδη πεισμένους. Και μάλιστα ούτε καν όλους. Το σύνολο των ανθρώπων που είναι πεπεισμένοι ότι ο καπιταλισμός είναι κάτι κακό είναι μικρότερο  από το σύνολο των ανθρώπων που είναι κατά του φασισμού. Όχι απλώς είναι μικρότερο, αλλά είναι και γνήσιο υποσύνολό του: δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που να είναι κατά του καπιταλισμού αλλά όχι κατά του φασισμού και να χρειάζεται επιπλέον προσπάθεια ώστε να πειστεί και γι’ αυτό.

Η τακτική αυτή επιλογή προφανώς βασίζεται σε μία υπερ-ιδεολογικοποιημένη και υπερμοντερνιστική αντίληψη για τη σχέση του φασισμού με τις μάζες: στο σενάριο ότι οι άνθρωποι πλήττονται από την καπιταλιστική κρίση και στρέφονται προς τη Χρυσή Αυγή επειδή φαντάζονται ότι αυτή είναι αντικαπιταλιστική δύναμη. Αν όμως εμείς τους αποκαλύψουμε ότι κατά βάθος είναι καπιταλιστική, τότε θα την εγκαταλείψουν και θα στραφούν στην γνησίως αντικαπιταλιστική αριστερά.

Το σχήμα αυτό φαίνεται να στέκει επί χάρτου, αλλά τα αποτελέσματά του φαίνονται μάλλον πενιχρά μέχρι τώρα. Τα πράγματα δεν λειτουργούν πάντα τόσο μηχανιστικά.

Αλλά και, ασχέτως του ποσοτικού ζητήματος, υπάρχει ένα ενδογενές πρόβλημα σε μια επιχειρηματολογία που λέει ότι ο φασισμός είναι κακός όχι καθαυτός, όχι επειδή έφερε πάντοτε μόνο μίσος, μαυρίλα και θάνατο, αλλά μόνο στο βαθμό που είναι καπιταλιστικός και τον στηρίζουν οι βιομήχανοι και οι εφοπλιστές (ενώ π.χ. αν δεν τον στήριζαν ίσως να μην ήταν και τόσο κακός).

Οπότε, τόσο από λογική όσο και από εμπειρική άποψη, μία καμπάνια που βασίζεται στην ανάδειξη της σύνδεσης μεταξύ φασισμού και καπιταλισμού δεν είναι αντιφασιστική, αλλά αντικαπιταλιστική: το πρώτο είναι απλώς μέσο, ενώ ο ιεραρχικά υπέρτερος σκοπός είναι το δεύτερο. Μια τέτοια καμπάνια δεν γίνεται για να αυξήσει το ποσοστό των αντιφασιστών μέσα στην κοινωνία ως σύνολο, αλλά για να αυξήσει το ποσοστό των αντικαπιταλιστών μέσα στο σύνολο των αντιφασιστών –το οποίο αποδέχεται ως ήδη δεδομένο.


Η σημασία όμως ενός λόγου –και μιας δράσης- όπως αυτός των οπαδών, δεν είναι μόνο αρνητική· δεν έγκειται δηλαδή μόνο στο ότι δεν θέτει ως προαπαιτούμενο να είναι κανείς ήδη αντικαπιταλιστής. Θεωρώ ότι το αρμολόγημα αυτό αποτελεί με τον τρόπο του μία άλλη «Εισαγωγή στη μη φασιστική ζωή». Επιτελεί έναν αντιφασισμό που να είναι ο ίδιος μη ουσιοκρατικός, που να αφήνει έμπρακτα χώρο στις ταυτότητες –και τις ετερότητες- να αναπνεύσουν, να μην τις στριμώχνει κάτω από ένα ηγεμονικό σημαίνον, να μην τις πνίγει κάτω από μία καθολική και κοινή ιδιότητα όσων μετέχουν σε αυτόν που να υποτίθεται ότι σηματοδοτεί μια μοναδική καταγωγή και υπαγορεύει έναν μοναδικό προορισμό.

Φυσικά, εδώ θα αντιτείνει κανείς: στο λόγο αυτό ασφαλώς είναι παρόν ένα ηγεμονικό σημαίνον. Αυτό είναι ο ΠΑΟΚ.

Πράγματι. Αυτό όμως δεν αναιρεί την ανοικτότητα και την λογική του «μη Όλου» που διέπει τη συγκεκριμένη επιτέλεση. Και αυτό διότι το σημαίνον «ΠΑΟΚ» λειτουργεί εμφανώς, και ομολογημένα, ως ένα κενό σημαίνον, όχι ως ένα τελειωτικό και μοιρολατρικό κλείδωμα των σημασιών. Μέχρι τώρα δεν υπήρχε καμία εδραιωμένη θεωρία που να λέει ότι όποιος είναι ΠΑΟΚ πρέπει να είναι ντετερμινιστικά κατά του φασισμού επειδή εκεί τον οδηγούν τα «αντικειμενικά του συμφέροντα». Η κοινότητα που συγκροτεί αυτός ο λόγος δεν είναι μία κοινότητα του «κόσμου της εργασίας», αλλά μία κοινότητα του κόσμου της μη εργασίας –όπως και της μη πατρίδας, της μη θρησκείας, ακόμα και της μη οικογένειας. Η οποία οικογένεια, με μία τόλμη αδιανόητη για τα δεδομένα της παραδοσιακής αριστεράς που δεν κουράζεται να εξυμνεί την «εργατική οικογένεια» και τις ανάγκες της, απορρίπτεται ως ακόμη μία «διχαστική πίπα».

Με βάση λοιπόν το (κενό) ηγεμονικό σημαίνον «ΠΑΟΚ» συγκροτείται μία κοινότητα ά-εργη, ή ανενεργός: une communauté désœuvrée, κατά την έννοια του Ζαν-Λυκ Νανσύ. Η κοινότητα αυτή δεν είναι ένα ομοιογενές σύνολο μελών που στο καθένα από αυτά είναι παρούσα μία κοινή ιδιότητα· αυτό που τους συνδέει είναι μια διαφορά, μια έλλειψη, και όχι ένα κοινό κτήμα. Ανάμεσα στο κενό/ ηγεμονικό σημαίνον και τον αντιφασισμό δεν υπάρχει, ούτε επιδιώκεται να δημιουργηθεί, κάποια αμφιμονοσήμαντη και αυτόματη σύνδεση, όπως κατά κόρον συμβαίνει στην περίπτωση του αντικαπιταλιστικού αντιφασισμού/ αντιφασιστικού αντικαπιταλισμού. Ο λόγος της ανακοίνωσης αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη της ενδεχομενικότητάς του· δεν αποκρύπτει ότι η σύνδεση που εγκαθιδρύει είναι μία παραγωγή, ένα κατασκεύασμα, μία σύνδεση η οποία πρέπει να παραχθεί, όχι ένα ήδη δεδομένο αντανακλαστικό στο οποίο καλούνται τα υποκείμενα να ανταποκριθούν.

Η σύνδεση αυτή μάλιστα διατυπώνεται για πρώτη ουσιαστικά φορά στον δημόσιο χώρο. Για να στηρίξει τον αντιφασισμό της, η ανακοίνωση όχι μόνο δεν επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά μία αρχαία σοφία, αλλά και ανατρέπει/ μετασχηματίζει μία εδραιωμένη σημασία. Μιλώντας ως ΠΑΟΚτζήδες, οι συνδεσμίτες παίρνουν την ιδιότητα του Κωνσταντινουπολίτη, που υπάρχει στο αρκτικόλεξο της ομάδας τους, ή την ιδιότητα του Πόντιου ή Μικρασιάτη που δεν υπάρχει αλλά αφορά πολλούς απ' αυτούς, και την αποσπούν από το παραδοσιακό κλισέ του «βασανισμένου πρόσφυγα από τις χαμένες πατρίδες», με όλο το παραδοσιολατρικό-μεγαλοϊδεατικό πακέτο που το συνοδεύει, (και που περίπου ταυτόχρονα γνώρισε αντιδραστικές χρήσεις στα όρια της γραφικότητας εκ μέρους γνωστών λαθρεμπόρων και λοιπών κουροπαλατών –βλ. σχετικά: Πώς γαμάει η Αγια Σοφιά;), μετατρέποντάς την σε εργαλείο αντιφασισμού. Διενεργούν λοιπόν έτσι μία βεβήλωση, ή μία απενεργοποίηση-désœuvrement, όπως θα έλεγε ο Αγκάμπεν· απαλλάσσουν μία έννοια από το φορτίο που τη συνόδευε μέχρι τώρα και ανοίγουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί με νέους τρόπους.


Πολλές από μας μέχρι τώρα νομίζαμε ότι το έθνος ή η φυλή ήταν το «λάθος» κριτήριο, και ότι ο φασισμός ήταν ακριβώς αυτό το λάθος. Εμείς, για να είμαστε γνήσιοι αντιφασίστες, θα πρέπει να επιλέξουμε το «ορθό» κριτήριο χάραξης της διαχωριστικής γραμμής, που είναι η τάξη, δηλαδή ένα στοιχείο κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικό και όχι φυσικό ή βιολογικό.

Όμως, πολλά πράγματα που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια –και η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, και στην Ευρώπη γενικά, είναι ένα απ' αυτά- πρέπει να μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι το πρόβλημα (του ρατσισμού) δεν έγκειται στο κριτήριο με το οποίο εγκαθιδρύουμε διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, αλλά στον τρόπο χειρισμού αυτής της διαφοράς. Και, αν είναι έτσι, η επιλογή της «τάξης» αντί του έθνους ή της φυλής δεν μας απαλλάσσει αυτόματα από την ουσιο/αιτιοκρατία. Όταν η «ταξική ανάλυση» περιορίζεται σε μία ταξινόμηση των ανθρώπων σε στρατόπεδα και σε μία αυτόματη συναγωγή κάποιων ήδη γνωστών αναγκών και συμφερόντων που χαρακτηρίζουν το καθένα απ' αυτά, όπως συνέβαινε π.χ. στη σχετική πρωτοβουλία του ΠΑΜΕ που καλούσε σε «αιμοδοσία μόνο για εργάτες», τότε δεν βρισκόμαστε πολύ μακριά από τη λογική του ρατσισμού την ίδια στιγμή που φανταζόμαστε ότι τον καταπολεμάμε. Διότι η δράση μας εντάσσεται στην αστυνομική λειτουργία, κατά τη διάκριση του Ζακ Ρανσιέρ, στη λειτουργία που αποδίδει σε κάθε πράγμα μια προκαθορισμένη θέση, και όχι στην πολιτική, στη λειτουργία που μετασχηματίζει και ανατρέπει τις θέσεις.

Εξάλλου, αναπτύξεις που μας είναι διαθέσιμες εδώ και αρκετές δεκαετίες ήδη (Μπαλιμπάρ, Ουώλλερστιν, Άντερσον κ.ά.) έχουν δείξει ότι το έθνος ή η φυλή δεν είναι φυσικές οντότητες, αλλά είναι εξίσου κοινωνικές και πολιτικές κατασκευές όσο και η έννοια της τάξης. Αυτό όμως λειτουργεί και προς τις δύο κατευθύνσεις: από τη μία σχετικοποιεί τον ουσιοκρατικό χαρακτήρα της φυλής και του έθνους, αλλά από την άλλη σχετικοποιεί και τον αντι- ουσιοκρατικό χαρακτήρα της τάξης.

Το πρόβλημα λοιπόν του ρατσισμού δεν είναι ότι συνάγει πολιτικές συνέπειες από μία φυσική/ κληρονομική ιδιότητα, την εθνική καταγωγή, αλλά ότι πρώτα απ' όλα εμφανίζει ως «φυσική ιδιότητα» [τη συγγένεια και άρα] την εθνική καταγωγή. Μια ιδιότητα που ωστόσο αποτελεί παράγωγο εξαιρετικά πολυσύνθετων και ιστορικά καθορισμένων τεχνικών βιοπολιτικού χαρακτήρα.


Εάν έγραφα το κείμενο αυτό πριν 10 χρόνια, πιθανότατα θα έκλεινα με μία έκκληση του τύπου «το οπαδικό φαινόμενο είναι σημαντικό και γι' αυτό θα πρέπει η αριστερά να σκύψει πάνω του, να ασχοληθεί, να αναπτύξει σχετικές θέσεις και να επιχειρήσει να παρέμβει ώστε να διεκδικήσει την ηγεμονία». Εδώ και καιρό, όμως, έχω πειστεί ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό, αλλά ούτε και επιθυμητό. Καλύτερα να μην επιχειρήσει η αριστερά –ούτε και οποιοσδήποτε άλλος φυσικά- να ηγεμονεύσει στους οπαδούς του ποδοσφαίρου και να τους καθοδηγήσει. Το πιθανότερο είναι ότι δεν θα τα καταφέρει. Αλλά και αν τα καταφέρει, απλώς θα κάνει και αυτόν το χώρο σαν τα μούτρα της και δεν θα κερδίσει τίποτε ούτε αυτή, ούτε εκείνος. Όπως ήδη συνέβη με το χώρο του Κοινωνικού Φόρουμ και των Αγανακτισμένων. Καλύτερα από μακριά κι αγαπημένοι. Ο καθένας σε αυτό που κάνει καλύτερα.



[1] Με κυριότερο παράδειγμα τον «Ιό της Κυριακής» στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου