ΑΣ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΣΕ ΟΛΙΣΘΗΡΟ ΕΔΑΦΟΣ!




του Αλέξανδρου Ηλία
Το κείμενο που ακολουθεί αναφέρεται στην κριτική, την οποία άσκησαν στην ελληνική κυβέρνηση οι Γιάννης Μηλιός, Σπύρος Λαπατσιώρας και Δημήτρης Σωτηρόπουλος για τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Η εν λόγω κριτική έχει δημοσιευθεί εδώ
Διάβασα το κείμενο των Μηλιού, Λαπατσιώρα και Σωτηρόπουλου και θα ήθελα να σας μεταφέρω κάποιες σκέψεις.
Ασφαλώς το κείμενο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και επ’ ουδενί μπορούμε να προσπεράσουμε την κριτική που ασκεί. Θα έλεγα, ωστόσο, ότι περισσότερο θα κρατήσω τη γενική επιφυλακτικότητά του, παρά την εκτίμηση για τη διαπραγμάτευση αυτή καθ’ εαυτήν. Νομίζω ότι μια σειρά από σωστές παρατηρήσεις και οξυδερκείς αναλύσεις εγγράφονται σε λάθος προοπτική και με τον τρόπο αυτό
χάνουν μεγάλο μέρος από την κριτική τους λειτουργία. Θα γίνω πιο συγκεκριμένος και θα εστιάσω σε όψεις του κειμένου, οι οποίες από αυτό το ίδιο παρουσιάζονται τις περισσότερες φορές ως δευτερεύουσες.
Η πρώτη παρατήρησή μου έχει να κάνει με το εντυπωσιακό, κατά τη γνώμη μου, γεγονός ότι αριστεροί διανοούμενοι, οι οποίοι αναγνωρίζουν το πρωτείο της πολιτικής, μιας πραγματικότητας δηλαδή κατ’ εξοχήν λεκτικής, εκφράζονται τόσο υποτιμητικά για τη γλώσσα και τις επιπτώσεις της χρήσης της. Έτσι, το ότι μια σειρά από ζητήματα καθίστανται, μετά τη νέα συμφωνία και διά της νέας συμφωνίας, διακυβεύματα ανταγωνιστικών ερμηνειών, θεωρείται πρόβλημα και όχι επιτυχία της διαπραγμάτευσης. Το κείμενο στρέφει την (οικονομική) “πραγματικότητα” που αποκρυσταλλώνεται στη μεταβατική συμφωνία εναντίον της γλώσσας, λες και η πραγματικότητα αυτή έχει κάποια άλλη μορφή πέραν της γλωσσικής.
Για το λόγο αυτό – και η ανεπιφύλακτη (ή και ανυποψίαστη) διαμόρφωση της θέσης αυτής μού φαίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή από όσο η θέση που μόλις σχολίασα – το κείμενό τους οργανώνεται από τη λογική του quid pro quo, είναι μια καταγραφή κερδών και ζημιών, μια αποτίμηση ποσοτικού χαρακτήρα με αντικείμενο τα καταληκτικά στοιχεία της διαπραγμάτευσης, η οποία θυμίζει προτάσεις επί αγωγής ή δικαστική απόφαση σε δίκη περί αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας. Η κυβέρνηση επικρίνεται διότι δεν είχε “σοβαρό σχέδιο που να στηρίζεται σε αριθμούς και ανάλυση”. Μήπως, όμως, η κυβέρνηση είχε σοβαρό σχέδιο που δε στηριζόταν σε αριθμούς και ανάλυση, διότι ακριβώς οι αριθμοί και η ανάλυση δεν ήταν, και δεν μπορούσαν να είναι, το ισχυρό της σημείο;
Παρομοίως, είναι αξιοσημείωτη η διάκριση μεταξύ της “επικοινωνιακής διαχείρισης του θέματος” αφ’ ενός και του “θέματος” αυτού καθ’ εαυτό αφ’ ετέρου. Η επικοινωνία θεωρείται κάτι το εξωτερικό και δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με τα hard facts της διαπραγμάτευσης, τα οποία, κατά τους συντάκτες του κειμένου, μπορούν και πρέπει να αποτιμηθούν ως αντικειμενικά στοιχεία που δεν επηρεάζονται από την επικοινωνιακή διακίνησή τους.
Οι θέσεις αυτές πλαισιώνουν νομίζω το συμπέρασμα των συντακτών ότι η διαπραγμάτευση κρίθηκε “στη στρατηγική πολιτική απόφαση για οικοδόμηση συμπαγών σχέσεων κοινωνικής εκπροσώπησης με εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που θεωρούν αδιανόητη τη διαταραχή της «ομαλότητας της αγοράς»”. Όπως, όμως, δείχνει και η πρόταση που παραθέτω, για τους συντάκτες του κειμένου τα στρώματα προϋπάρχουν αυτού που θεωρούν αδιανόητο: είναι, όχι στιγμές διαδικασιών ταύτισης, αλλά ταυτότητες συγκροτημένες με τρόπο που εξαλείφει κάθε εσωτερική αστάθεια. Νομίζω ότι εδώ συναντάμε και πάλι άγονες έννοιες, όπως ο “καθορισμός σε τελευταία ανάλυση”.
Μένω με την τελική εντύπωση ότι δε χωρίζει μεγάλη απόσταση τους συντάκτες του κειμένου από την κυβέρνηση, παρ’ όλες τις επιφυλάξεις και την κριτική, που οπωσδήποτε θα πρέπει να τις πάρουμε στα σοβαρά. Ωστόσο, επειδή η διαδρομή μέσω της οποίας καταλήγουμε σε συμπεράσματα είναι εξ ίσου σημαντική με τα συμπεράσματα τα ίδια, θεωρώ ότι το κείμενο αυτό δε συμβάλλει, με θεμελιώδη τρόπο, στην ορθή τοποθέτηση των προβλημάτων σχετικά με τα όσα διακυβεύονται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου