Το κείμενο αυτό γράφεται και, συνεπώς, αναγκαστικά προσλαμβάνεται στο πλαίσιο των ημερών μας, εξαιρετικά ύποπτων και ευαίσθητων για την απονομή πιστοποιητικών εθνικοφροσύνης, με την έξαρση του εθνικισμού και της ξενοφοβίας στη χώρα μας αλλά και στον κόσμο γενικότερα.
Υπάρχουν στη Μακεδονία (κεντρική, δυτική και ανατολική) άνθρωποι που οι παππούδες τους δεν μίλησαν ποτέ ελληνικά. Πολύ λίγοι πήγαν για κάνα δυο χρόνια σε οθωμανικό σχολείο και εκτός των τουρκικών μιλούσαν τη «γλώσσα χωρίς όνομα». (Αρχές του αιώνα λειτουργούσαν ρουμανικά και βουλγαρικά σχολεία στη δε Θεσσαλονίκη υπήρχε διδασκαλείο για βουλγάρες δασκάλες). Ελάχιστοι ήξεραν να διαβάζουν στα βουλγάρικα. Που δεν είναι «κανονισμένη», καθώς δεν διδάχτηκε ποτέ στο σχολείο και δεν γράφτηκε από αυτούς ποτέ. Η γλώσσα αυτή έχει επίδραση από τη βουλγαρική, την τουρκική και, σε μικρότερο βαθμό, από την ελληνική γλώσσα. Οι δικοί μας όταν πάνε στη χώρα «χωρίς όνομα» δεν πολυ-καταλαβαίνουν. Καταλαβαίνουν καλύτερα την ομιλούμενη γλώσσα της Βουλγαρίας. Ο λόγος είναι ότι το κράτος της FYROM υιοθέτησε πολλές λατινικές λέξεις και ρίζες για την διαμόρφωση της γλώσσας του. Μετά το 1912 οι άνθρωποι αυτοί έγιναν –όπως όλοι μας– ´Ελληνες πολίτες και άρχισαν να ελπίζουν ότι τα πράγματα θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Φτωχοί άνθρωποι ήταν ως επί το πλείστον, έρμαιο των Βουλγάρων και των Ελλήνων: έπρεπε να επιλέξουν εάν θα είναι με την εξαρχία ή με την ελληνική ορθόδοξη εκκλησία. Επέλεξαν την ελληνική ορθόδοξη. Παρά ταύτα, η γλώσσα τους, τα «ντόπικα» ή τα…«γαλλικά» όπως τα λένε με αρκετή δόση αυτο-υπονόμευσης, ήταν και συνεχίζει να είναι απαγορευμένη γλώσσα. Επί Μεταξά τους πότιζαν ρετσινόλαδο και τους έστελναν εξορία στην Κρήτη και άλλα νησιά εάν τους έπιαναν να την μιλούν. Για να αφομοιωθούν η κεντρική εξουσία έστελνε στα μέρη τους ως τιμωρία (!)και εξορία τους εκπαιδευτικούς με κακά χαρτιά κοινωνικών φρονημάτων. Πολλοί από αυτούς αγάπησαν τον τόπο και τα παιδιά και τους έδωσαν τα πάντα. Όμως εάν κάποιος μαθητής έπαιρνε το πρώτο βραβείο στην έκθεση δεν έπαιρνε και το σχετικό ποσόν που έπαιρναν όσοι δεν μιλούσαν τα… γαλλικά. Στο Δημόσιο πέρασαν για πρώτη φορά σλαβόφωνοι μετά το 1965. Εξαιρούνται πάντοτε οι δεδηλωμένοι «γραικομάνοι» οι οποίοι απολάμβαναν εξαιρετικά προνόμια (κλήρος γης, θέσεις στο δημόσιο). Στο στρατό, επίσης, το κράτος φρόντιζε να μην περνούν καλά. Aφήστε τα κρατικά βραβεία τα οποία άργησαν πολύ να έρθουν…
Μετά τον εμφύλιο αδελφοκτόνο πόλεμο (που κατά την άποψή μου ακόμη πληρώνουμε) κάποιοι από αυτούς πέρασαν ως πολιτικοί πρόσφυγες «μέσα», «πάνω», στη χώρα «χωρίς όνομα». Πολλοί από αυτούς μετά έναν κύκλο περιπέτειας σε Τασκένδη και Βοϊβοντίνα της πρώην Γιουγκοσλαυίας ζήτησαν να κατέβουν στην FYROM για να περάσουν κάποια στιγμή όταν ηρεμήσουν τα πράγματα στα χωριά τους και τις δουλειές τους. Δεν τους επετράπη. Οι περιουσίες τους δημεύτηκαν, έγιναν ξενοδοχεία ή ρήμαξαν. Τα χωράφια όλων τους «κατεχόμενα και προς διάθεσιν». Στις περισσότερες φορές τα «πλακώνανε» οι στενοί συγγενείς. Ούτως ή άλλως τα χωριά τους απέκτησαν ελληνικά ονόματα χωρίς έμπνευση. Το Βαλκογιάνοβο βαφτίστηκε Λύκοι, η Κατράνιτσα Πύργοι, κ.ο.κ. Έπρεπε να σβηστούν από τον χάρτη.
Τα χωράφια τους (όχι όλα) τα πήραν πίσω αγοράζοντάς τα σε συμβολική τιμή επί Σημίτη. Όλα αυτά τα χρόνια δεν μπορούσαν να πάρουν επιδοτήσεις από την ΕΕ γιατί δεν είχαν τίτλους. Ούτε σπίτια δεν είχαν κάποιοι γιατί είχαν γίνει «λιάδα» από δικούς και εχθρούς.
Η γενιά που έφυγε είναι τώρα 90 και άνω. Έχοντας διαβατήρια που λένε ότι γεννήθηκαν σε ανύπαρκτους τόπους και ότι ανήκουν σε μία ανύπαρκτη εθνότητα δεν μπορούν να μπουν στην Ελλάδα για να κηδέψουν κάποιον δικό τους, δεν μπορούν να δουν το σπίτι τους για τελευταία φορά. Ξέρω μόνο μία περίπτωση που δόθηκε άδεια από τον Σημίτη και μία ακόμη που ήταν με πρόσκληση στα σύνορα δέκα άτομα για την κηδεία κάποιου συγγενούς και ο βασιλικότερος του βασιλέως υπάλληλος είπε στον άνθρωπο που τους κάλεσε: «διάλεξε δέκα να μπουν!».
«Ψυχή μας είναι το όνομά μας», διακήρυξαν έξι επιφανείς Έλληνες την αποφράδα δεκαετία του ’90, τότε που εθνικιστικός ασκός του Αιόλου παρέσυρε τα πάντα και η μεζούρα της εθνικοφροσύνης μας υπερίσχυε της νηφάλιας κριτικής. Το ίδιο συμβαίνει με τους απέναντι. Κι αυτών ψυχή τους είναι το όνομά τους. Που όταν το πήραν επίσημα ως κρατική οντότητα –το γνωστό «κρατίδιο», ντε– ο εθνάρχης Καραμανλής δεν είχε το σθένος να διαμαρτυρηθεί. Εβδομήντα χρόνια εάν σε λένε κάπως, είναι ψυχή σου το όνομά σου, σωστά;
Το ζήτημα με το διπλανό μας κράτος έπρεπε να είχε λυθεί εδώ και χρόνια, αλλά δεν έχουμε πολιτικούς που θα επιδείξουν την τόλμη να κατανοήσουν και την άλλη πλευρά. Κυρίως να ακούσουν τους ιστορικούς μας και ίσως –γιατί όχι;– να διαβάσουν και σχετική λογοτεχνία. Για να κατανοήσουν ότι όλοι είμαστε κομμάτι της «Μακεδονικής σαλάτας».
Παρά το γεγονός ότι το σύγχρονο ελληνικό κράτος αποτελεί ένα στέρεα θεμελιωμένο σύστημα πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης εδώ και τριάντα χρόνια τουλάχιστον, εξακολουθεί να αισθάνεται απειλούμενο; από το ενδεχόμενο ενός πολιτισμικού πλουραλισμού που υπήρχε ανέκαθεν στο εσωτερικό του και μοιάζει να φοβάται κάποιους αόριστους –και εν πολλοίς αόρατους– κινδύνους. Επιμένει, έτσι, να κατευθύνεται προς έναν εθνοκεντρικό και πολλαπλώς επικίνδυνο προσανατολισμό, αρνούμενο να αποδεχθεί την πολιτισμική ετερογένεια ως μοχλό, καταλύτη και παράγοντα δυναμικής εξέλιξης και εμπλουτισμού της ελληνικής κοινωνίας.
Σημείωση: Το κείμενο αυτό δεν έχει καμία σχέση με εθνικισμούς και αλυτρωτισμούς ένθεν κακείθεν. Οι παραχαραγμένοι χάρτες και τα εθνικά παραμύθια όλων των εθνών κρατών μου προκαλούν θυμηδία. Αυτά για να ξέρουμε ποιοι είμαστε και τι φρονούμε. Κατά τα άλλα, εγώ δεν βάζω βενζίνη «εκεί», ούτε κάνω τα δόντια μου «εκεί», ούτε και παίζω τα λεφτά που δεν έχω στο καζίνο «εκεί».
Nikola Μartinoski
Δεν κατάλαβα. Το κείμενο αυτό είναι της Ελένης Χοντολίδου, ή του Nikola Μartinoski;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροφανώς ο πίνακας είναι του Martinoski
Διαγραφή