Τι (πώς) ψηφίζει ο ΣΥΡΙΖΑ για τη Θεσσαλονίκη; Σχεδίασμα για μια πολιτική τής «σύνθετης ισχύος»

                                                            των Άκη Γαβριηλίδη και Μιχάλη Μπαρτσίδη

Όπως φέτος, έτσι και πριν από τέσσερα χρόνια, στις δημοτικές εκλογές τού 2010, στο Δήμο Θεσσαλονίκης, είχαν προκριθεί στο δεύτερο γύρο ο Γιάννης Μπουτάρης και ο υποψήφιος της Ν.Δ. (τότε ο Κώστας Γκιουλέκας). Ο συνδυασμός τού ΣΥΡΙΖΑ «Θεσσαλονίκη Ανοιχτή Πόλη» είχε τότε βρεθεί μπροστά στο ερώτημα εάν θα υποδείξει στους ψηφοφόρους του κάποια επιλογή για το δεύτερο γύρο, και ποια. Τελικά, μετά από αρκετή συζήτηση, είχε εκδώσει μια ανακοίνωση στην οποία χαρακτήριζε και τους δύο διεκδικητές «ακατάλληλους να αντιμετωπίσουν τα κακοφορμισμένα προβλήματα της Θεσσαλονίκης» και καλούσε τους πολίτες να προσέλθουν στο β΄ γύρο «μ’ αυτά τα κριτήρια» της διπλής ακαταλληλότητας.

Προσωπικά, γνωρίζουμε τουλάχιστον έξι άτομα τα οποία ήταν όχι απλώς ψηφοφόροι, όχι μέλη, αλλά υποψήφιοι δημοτικοί ή διαμερισματικοί σύμβουλοι με την «Ανοιχτή Πόλη», και  τα οποία δεν τήρησαν τη σύσταση που οι ίδιοι έκαναν στους άλλους: προσήλθαν στο β΄ γύρο προφανώς με άλλα και όχι με τα κριτήρια που είχαν υποδείξει, και ψήφισαν Μπουτάρη. Ο οποίος και τελικά εξελέγη.

Η εκλογή του υπήρξε η πρώτη ηχηρή ήττα του οπισθοδρομικού κατεστημένου που
μονοπωλούσε κατά τρόπο ασφυκτικό το δημόσιο χώρο της πόλης τα τελευταία είκοσι χρόνια: ενός πλέγματος πελατειακών και αλληλοϋποστηριζόμενων δικτύων από επαγγελματίες του εθνικισμού, παπάδες, πολιτευτές, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, τοκογλύφους και απατεώνες (ενίοτε δύο ή περισσότερες από τις ιδιότητες αυτές συνυπήρχαν στα ίδια πρόσωπα). Για χρόνια η Θεσσαλονίκη είχε αναδειχθεί σε σφηκοφωλιά του ελληνικού κοινωνικού, πολιτικού και ηθικού συντηρητισμού[1]. Όταν ένας υποψήφιος, για τον οποίο ο μητροπολίτης Άνθιμος είχε δηλώσει ότι «όσο ζω αυτός δεν βλέπει δήμο», εκλέγεται παρόλα αυτά δήμαρχος, αποδεικνύεται ότι ο έλεγχος αυτού του πλέγματος δεν είναι τόσο ασφυκτικός όσο νομίζαμε και ότι είναι εφικτό να αποκλιμακωθεί η παντοδυναμία του.

Αυτή η ήττα ήρθε χωρίς καμία σημαντική συμβολή της αριστεράς και μάλιστα με την ανοιχτή αντίθεσή της[2]. Ή μόνο με την βουβή, αδήλωτη συμβολή της. Μήπως άραγε θα ήταν δυνατό, και σκόπιμο, αυτή η βουβή συμπαράσταση να είχε γίνει ρητή; Νομίζουμε ότι ο μόνος λόγος για το αντίθετο ήταν ο φόβος των μελών τής Θεσσαλονίκης Ανοιχτής Πόλης μήπως «απορροφηθούν» από κάτι μεγαλύτερο απ' αυτούς, δηλαδή η έλλειψη εμπιστοσύνης στις δικές τους δυνάμεις. όχι οι όποιες πολιτικές διαφωνίες. Εάν ο συνδυασμός είχε βγει μεταξύ των δύο Κυριακών και είχε πει «διαφωνούμε με τον Μπουτάρη στα Α, Β και Γ αλλά καλούμε τον κόσμο να τον υπερψηφίσει, για να μη φάμε στη μάπα ακόμη μία τετραετία μετριότητας, βλακείας, διαφθοράς και εθνικισμού», ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε χάσει τίποτε, αντίθετα θα είχε πιστωθεί μέρος από τη νίκη αυτή και θα είχε βελτιώσει την εικόνα του στα μάτια των Θεσσαλονικέων –εκείνων τουλάχιστο που θα έπρεπε να τον ενδιαφέρουν και να συνομιλεί μαζί τους.


Μετά τα αποτελέσματα της 18/5, δεν μπορεί κανείς να συγκρατήσει μια αίσθηση déjà vu: πέρασαν τέσσερα χρόνια, αλλά για την «Ανοιχτή Πόλη» φαίνεται σαν να μην πέρασαν και να βρισκόμαστε ποιοτικά στο ίδιο ακριβώς σημείο.

Στα ποσοστά βέβαια σημειώθηκε αύξηση: φέτος ήταν 10%. Ωστόσο, στο διάστημα που μεσολάβησε, ο ΣΥΡΙΖΑ πανεθνικά πενταπλασίασε τα ποσοστά του· στη Θεσσαλονίκη, στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2012 είχε πάρει περί το 30% –ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο.

Για εμάς βέβαια το κριτήριο αυτό δεν είναι πρωταρχικό. Είναι όμως για τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος προεκλογικά είχε θέσει το στόχο να ανατρέψει την κυβέρνηση. Αν κρίνουμε με βάση τους ίδιους του τους στόχους, η πολιτική του στη Θεσσαλονίκη υπήρξε μία παταγώδης αποτυχία.

Μπορούμε βεβαίως να μην λάβουμε υπόψη τόσο αυστηρά τον προβαλλόμενο στόχο και να δεχτούμε ότι, συνήθως, ο μάξιμουμ τίθεται για να διευκολύνει την επίτευξη των μίνιμουμ. Αλλά πέρα από την ανάλυση των ποσοστών, τα οποία στο κάτω κάτω είναι αστάθμητα, θεωρούμε ότι υπάρχει μία στασιμότητα και από την άποψη των προοπτικών μιας χειραφετητικής και μετασχηματιστικής πολιτικής πρακτικής στα ζητήματα της πόλης.

Δεν ωφελεί να κάνουμε εκ των υστέρων τους δικαιωμένους μάντεις κακών. Ωστόσο, για πολλούς από μας, αυτή η αίσθηση στασιμότητας ήταν παρούσα ήδη πριν τις εκλογές, μολονότι ελπίζαμε να διαψευσθεί.

Μία ένδειξη γι' αυτό –όχι η μόνη- υπήρξε η επιλογή του υποψηφίου. 

Για δεύτερη συνεχόμενη αναμέτρηση, επιλέχθηκε  το ίδιο πρόσωπο, κι ας θεωρούνταν από πολλούς ότι ήταν η ώρα για μια ανανέωση. Αυτό δεν έχει καθόλου να κάνει με το πρόσωπο του υποψηφίου. Προσωπικά τρέφουμε ιδιαίτερη συμπάθεια για τον ίδιο και σεβασμό για την ευγένεια, την εντιμότητα, το αγωνιστικό παρελθόν του και κυρίως την αίσθηση της ιστορικής μνήμης[3]. Πλην όμως, όταν σχεδιάζεις μία καμπάνια για να κατακτήσεις την πλειοψηφία, τα προσόντα αυτά είναι ίσως αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη. Πρώτα απ' όλα επειδή η ορθότητα ή μη μιας τέτοιας επιλογής δεν κρίνεται μόνο από τα στοιχεία που διαθέτει ο υποψήφιος καθαυτός, αλλά και από τη συνάντησή του με τους άλλους υποψηφίους και τη γενικότερη συγκυρία. Κάθε επιλογή οφείλει να συσπειρώνει ανθρώπους πέρα από τους πεπεισμένους οπαδούς καθώς και να μην έχει δοκιμαστεί ήδη ανεπιτυχώς[4].

Από αυτή την άποψη, πιστεύουμε ότι θα ήταν καλύτερη λύση να είχε αναζητηθεί μία επιλογή ενός νεότερου, ή μιας νεότερης, που να εμπνέουν φρεσκάδα, δημιουργικότητα και να κάνουν πρωτότυπες καμπάνιες –με βάση το περίφημο «κόνσεπτ Τσίπρα». Για παράδειγμα, με τις επιλογές Δούρου - Σακελλαρίδη επετεύχθη σε σημαντικό βαθμό ο στόχος. Τι συνέβη και δεν εφαρμόστηκε η ίδια σύλληψη και εδώ; Δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Αν πιστέψουμε κάποια ανεπίσημα δημοσιεύματα, τέτοιες λύσεις αναζητήθηκαν όντως προεκλογικά, με πρωτοβουλία μάλλον της κεντρικής ηγεσίας και όχι των τοπικών δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, οι τελευταίες φαίνεται ότι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τορπιλίσουν και να ματαιώσουν εν τη γενέσει τους τέτοιες ιδέες –πράγμα που επέτυχαν τελικά.

Όλο αυτό το διάστημα είχαμε την αίσθηση ότι ο κόσμος της Θεσσαλονίκης βοούσε για την ανάγκη διαφορετικών επιλογών στα δημοτικά. Φαίνεται όμως να υπάρχει κάτι που εμποδίζει τις ροές αυτές να εισέλθουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, να ακουστούν και να την επηρεάσουν, ή ίσως κάτι που αποθαρρύνει τους ενδιαφερόμενους για τα ζητήματα της πόλης αριστερούς να καταθέσουν τις απόψεις τους. Η μοραλιστική επίκληση της αγωνιστικότητας και της «σπαταλημένης ζωής» στα χαρακώματα, πρέπει άραγε να προσδίδει προνόμια στους φορείς τους, ως προς το λόγο και τις αποφάσεις, εις βάρος της ίσης ικανότητας όλων; Ή μήπως ευθύνεται τελικά ο μοραλισμός αυτός για τη διαμόρφωση μιας κουλτούρας  απολίτικης, μη κριτικής και υπεριδεολογικής;   


Πριν πάμε όμως στο ζήτημα του προσώπου του υποψηφίου, ή ενδεχομένως της ηλικίας του, υπάρχει ένα βασικότερο πρόβλημα. Από πολιτική άποψη, θεωρούμε ότι ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει να κατανοήσει το φαινόμενο που συνιστά η «Πρωτοβουλία για τη Θεσσαλονίκη» και, ως εκ τούτου, να πολιτευθεί αποτελεσματικά απέναντί του.

Τόσο προεκλογικά, όσο και μετεκλογικά, ο χώρος αυτός σκέφτεται τον Μπουτάρη ως ακόμη μία μεταμφίεση του πολυκέφαλου τέρατος που ακούει στο όνομα «νεοφιλελευθερισμός/ μνημονιακές δυνάμεις». Με δυο λόγια, του εχθρού, του αντίπαλου στρατοπέδου που πρέπει να συντριβεί. Χαρακτηριστικά, στην ανακοίνωση περί της «(μη) επιλογής των εκτελεστών» που αναφέρθηκε προηγουμένως, οι δύο υποψήφιοι –Μπουτάρης και Καλαφάτης- χαρακτηρίζονται, χωρίς καμιά διαφοροποίηση μεταξύ τους, ως «μνημονιακοί εντολοδόχοι» και «ενεργούμενα των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης». Πράγμα που είναι πρώτα απ' όλα ανακριβές ως πληροφορία: τα κόμματα αυτά είχαν τους δικούς τους υποψήφιους.

Η προκρούστεια αυτή λογική αναπαράγεται, άλλοτε πιο χοντροκομμένη (π.χ. μέσα από εύκολες ειρωνείες κατά των εθελοντών που κινητοποιήθηκαν υπέρ του Μπουτάρη ως «χαζοχαρούμενων» και lifestyle) και άλλοτε πιο εκλεπτυσμένη σε ένα διανοητικό ύφος «αριστερής μελαγχολίας»[5] και αφ' υψηλού κριτικής περί «εμπορευματικοποιημένης πολυπολιτισμικότητας»[6]. Και πάντως, αυτές οι επικρίσεις πάντοτε συνδέονται με μια  υπεράσπιση της «ουσίας» έναντι της «εμφάνισης», του «βάθους» έναντι της «επιφάνειας» και του merely cultural[7]. Και πάντοτε καταλήγουν σε επιπλήξεις και νουθεσίες προς τον κόσμο της αριστεράς που δεν κατάλαβε[8].

Επίσης, φυσικά, με την ισοπεδωτική αυτή λογική, ο Μπουτάρης τσουβαλιάζεται όχι μόνο με τον αντίπαλό του στη Θεσσαλονίκη, αλλά με τον υποτιθέμενο ομόλογό του στην Αθήνα –τον Καμίνη[9]. Ωστόσο, αν η εξίσωση αυτή ισχύει, καθιστά ακόμα πιο έκθετη την υστέρηση του Μηταφίδη έναντι του Σακελλαρίδη: αφού και οι δύο υποτίθεται ότι είχαν απέναντί τους δύο πανομοιότυπους μνημονιακούς αντιπάλους, και ότι εφάρμοσαν τις ίδιες επιλογές, τότε πώς εξηγείται ότι ο ένας πήρε 10 και ο άλλος 20%; Σε προσωπικές ανταλλαγές, άτομα από την «Θ.Α.Π.» δικαιολόγησαν το χαμηλότερο αυτό ποσοστό με το μοιρολατρικό επιχείρημα «τι να γίνει, η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα φασιστούπολη». Ωστόσο, στην «μη φασιστούπολη» Αθήνα υπήρχε φέτος και ένα 16% το οποίο ήταν γνησίως, με τη στενή έννοια φασιστικό, και η εκεί «Ανοιχτή Πόλη» πήρε όσο πήρε παρά την ύπαρξη αυτού του ποσοστού. Ενώ στη Θεσσαλονίκη ο υποψήφιος της Χρυσής Αυγής πήρε 7,7. Άρα δεν ήταν οι φασίστες ο παράγων που έριξε τα ποσοστά της «Ανοιχτής Πόλης» .

Επίσης, μας αντιτάχθηκε ότι αυτό το 10% δεν διαφέρει και πολύ από το σκορ της υποψήφιας του ΣΥΡΙΖΑ για την Περιφέρεια Δέσποινας Χαραλαμπίδου. Ούτε αυτό όμως έχει καμία σχέση, διότι στην περιφέρεια δεν εμφανίστηκε καθόλου το φαινόμενο να ψηφίζει σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ τον Τζιτζικώστα!

Αυτό που μας απασχολεί εδώ είναι το πώς (δεν) αντιλαμβάνεται ο ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης το χαρακτήρα της «Πρωτοβουλίας για τη Θεσσαλονίκη» –και ταυτόχρονα τη στάση του κόσμου του απέναντι σε αυτήν.

Η αναλυτική και, την ίδια στιγμή, πολιτική αφλογιστία αυτής της (μη) αντίληψης αποτυπώνεται κατά τον καλύτερο τρόπο σε ένα μείγμα σκανδαλισμού και αποδοκιμασίας που χαρακτηρίζει πολλές προφορικές και ηλεκτρονικές αντιδράσεις μελών του ΣΥΡΙΖΑ που έφτασαν σ’ εμάς. Πολλοί διαπιστώνουν ότι το 50% της εν δυνάμει εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ στη Θεσσαλονίκη υποστηρίζει τον Μπουτάρη, και, αφού το διαπιστώσουν, αρκούνται να το καταγγείλουν και να το οικτίρουν. Έτσι, αρνούνται να διερευνήσουν έναν εναλλακτικό δρόμο, παρότι οι ίδιοι διαπιστώνουν τα αδιέξοδα εκείνου που έχουν επιλέξει.

Πρέπει όμως κάποια στιγμή να θέσουμε το ερώτημα: πώς εξηγείται ένας υποψήφιος που θεωρείται «μνημονιακός εκτελεστής» από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, να υποστηρίζεται από το 50% της εκλογικής του δύναμης; Επιπλέον, γιατί προκαλεί το γεγονός αυτό τέτοια πάθη και συναισθήματα;

Εφόσον κανείς δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται να δώσει μια ερμηνεία, θέλουμε εδώ να προτείνουμε εμείς μία.

Εδώ και οχτώ χρόνια υπάρχει μια επιθυμία μεγάλης μερίδας των κατοίκων της Θεσσαλονίκης να σπάσει το συντηρητικό  κατεστημένο και να «ανοίξει» η πόλη από τον «εσωτερικό αποκλεισμό» στο οποίο είχε βρεθεί επί δεκαετίες. Η επιθυμία αυτή εκδηλώνεται με μορφή πολύμορφων πρακτικών καθημερινής διαβίωσης στην πόλη, πρακτικών διεκδίκησης, κινημάτων πόλης: πολιτιστικής αναγέννησης, υπεράσπισης και χρήσης των δημόσιων χώρων έναντι του κτητικού ατομικισμού, οικονομικής συνεργασίας με άλλες πόλεις όπως Ισταμπούλ, Τελ Αβίβ, Φρανκφούρτη, Νέα Υόρκη κ.λπ.[10] και πολλά άλλα. Όλα αυτά συγκροτούν ένα πεδίο όπου συντελούνται μετασχηματισμοί όχι μόνο στο θεσμικό πεδίο της πόλης, αλλά και στον ίδιο το Δήμο ως διοικητικό μηχανισμό. Και που έχουν μια αυτοτελή αξία, που δεν μπορεί να αναχθεί, ούτε να υπαχθεί στην υποτιθέμενη «κεντρική» πολιτική σκηνή του έθνους κράτους –η οποία φαίνεται ότι αποτελεί τον αξεπέραστο ορίζοντα της σκέψης και της πρακτικής της μοντερνιστικής αριστεράς.

Π.χ.: στο ίδιο άρθρο της Αυγής όπου αναφέρονται οι εκτιμήσεις της «Θεσσαλονίκης Ανοιχτής Πόλης» περί «ενεργουμένων των δύο κομμάτων» τα οποία «ανεξαρτήτως του αποτελέσματος του δεύτερου γύρου θα συνεχίσουν αγκαλιασμένοι το καταστροφικό τους έργο», υπάρχει και ένα σύντομο ρεπορτάζ της ίδιας της εφημερίδας για τα τεκταινόμενα στο δήμο, το οποίο εισάγεται με τον ενδιάμεσο τίτλο: «"Αυτοδιοικητικός" εμφανίζεται ξανά ο Γ. Μπουτάρης». Τα εισαγωγικά και η επιλογή του ρήματος υπογραμμίζουν ότι, κατά την εφημερίδα, η αυτοδιοικητική αναφορά είναι υποκριτική, είναι απλώς ένα επιφαινόμενο, σε αντιδιαστολή με μία μη αυτοδιοικητική ουσία που βρίσκεται κρυμμένη στο βάθος και δεν πρέπει να μας ξεγελά. Ποια είναι όμως αυτή η ουσία; Ο Γ. Μπουτάρης, στην πολιτική του παρουσία, δεν υπήρξε ποτέ οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτοδιοικητικός, και, δεδομένης της ηλικίας του, μάλλον δεν πρόκειται να γίνει κάτι άλλο ούτε μετά τη θητεία του. Αλλά και αν γίνει, ας κριθεί τότε με βάση αυτό που θα γίνει. Μάλλον λοιπόν οι συντάκτες της Αυγής οδηγούνται να μην πιστεύουν αυτό που βλέπουν με τα μάτια τους και να υποθέτουν την ύπαρξη μιας άλλης πραγματικότητας, κρυμμένης πίσω απ’ αυτό, επειδή μόνο με τη βοήθεια αυτής της επινόησης μπορεί να σταθεί η φαντασίωση με την οποία δίνουν νόημα στα πράγματα.

Αυτές λοιπόν οι επιθυμίες και οι πρακτικές που είχαν αναπτυχθεί στην πόλη, συναντήθηκαν με την Πρωτοβουλία του Μπουτάρη, και απέκτησαν με αυτήν την ίδια σχέση που έχουμε υποστηρίξει ότι συνέδεσε και συνδέει το πλήθος με τον ΣΥΡΙΖΑ του Ιουνίου του 2012: άλλοτε συμπίπτουν, άλλοτε όχι, αλλά πάντοτε υπάρχει μια αμοιβαία διάδραση και χρήση της δύναμης του ενός από τα άλλα. Πάντως οι δύο αυτές σχέσεις είναι ανάλογα φαινόμενα, και αποτελούν παραδείγματα ευτυχούς «καθετοποίησης» ενός οριζόντιου δικτυακού κινήματος σε πολιτική έκφραση.

Σε αυτό το πεδίο αρνήθηκε να μπει η τοπική αριστερή ηγεσία, διότι θεώρησε ουσιοκρατικά ότι η εκτίναξη του (κεντρικού/ εθνικού) ΣΥΡΙΖΑ οφειλόταν σε μια ιδιότητα η οποία ανήκε στον ΣΥΡΙΖΑ ως τέτοιον, (π.χ. την «αντιμνημονιακότητα» ως ουσία), και όχι στη σχεσιακή συνάντηση και το συντονισμό του με πολιτικές επιθυμίες και τάσεις που υπήρχαν μέχρι τότε διάχυτες έξω απ' αυτόν. Και αυτή έχασε από αυτή την άρνηση.


Με βάση την παραπάνω ερμηνεία, ισχυριζόμαστε ότι η ίδια η στρατηγική «τρεις κάλπες, μια ψήφος» με την οποία προσέγγισε ο ΣΥΡΙΖΑ όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, ήταν εσφαλμένη. Αποτελεί παράδειγμα ατυχούς και βεβιασμένης καθετοποίησης, η οποία ζητάει από τον ψηφοφόρο να ψηφίσει με κριτήριο όχι τα δημοτικά πράγματα αλλά τη συνέπεια με μία συνολική γραμμή, με βάση την «κεντρική αντίθεση» αντί για τις «δευτερεύουσες». Το σύνθημα αυτό δεν σέβεται την πολλαπλότητα των ψηφοφόρων που συναντήθηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2012 ως αποτέλεσμα των μεγάλων αντιμνημονιακών κινητοποιήσεων και, κυρίως, των Πλατειών[11]. Χρήσιμο θα ήταν να υπενθυμίσουμε ότι στις αυθεντικά πρωτότυπες μορφές κινητοποίησης, όπως τα Occupy και οι Indignados, ο ΣΥΡΙΖΑ σε οργανωτικό επίπεδο η μόνη πρακτική πρόταση που απηύθυνε στους μετέχοντες ήταν: «γίνε μέλος». Την κατάσταση έσωζε το γεγονός ότι ο λόγος της ηγεσίας του Τσίπρα προσωπικά, ενίοτε και του Δραγασάκη- συνέχιζε να συνομιλεί με το πλήθος, είτε μέσα από την ιδέα-κλειδί των Πλατειών όλου του κόσμου, της αξιοπρέπειας[12], είτε μέσα από αναφορές στο σύνολο των πραγματικών καθημερινών πρακτικών διαβίωσης στην πόλη, χωρίς να τις κρίνει ηθικά και ιδεολογικά.

Ειδικά δε για τη Θεσσαλονίκη, μια που γι' αυτήν μιλάμε εδώ, καλό είναι να υπενθυμιστεί επιπλέον ότι οι κάλπες δεν ήταν καν τρεις, αλλά τέσσερις: υπήρχε και το «αυθόρμητο» δημοψήφισμα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, το οποίο ξεκίνησε με πρωτοβουλία πολιτών και στηρίχθηκε από τους δημάρχους του πολεοδομικού συγκροτήματος. Περιλαμβανομένου και του δημάρχου Θεσσαλονίκης[13].

Το «τρεις κάλπες, μια ψήφος» συνοδευόταν, και δικαιολογούνταν, από ένα άλλο εξαιρετικά αμφίσημο σλόγκαν: «Ή εμείς ή αυτοί». Ένα σύνθημα που είναι απολύτως ταυτολογικό στο κυριολεκτικό επίπεδο, εφόσον δεν μας λέει τίποτε για το ποιοι είναι οι «εμείς» και ποιοι οι «αυτοί» που τίθενται σε τόσο ριζική και ασυμφιλίωτη αντιπαράθεση. Άρα απαιτεί μία εξωγλωσσική προσθήκη για να παραγάγει το νόημά του. προϋποθέτει ένα συμπλήρωμα εκ μέρους του αποδέκτη ώστε να παραχθεί αυτή η φαινομενικά αυτονόητη διαφάνεια των αντίστοιχων συλλογικών ταυτίσεων.

Αυτό βέβαια δεν είναι από μόνο του κακό: όλα τα πολιτικά σλόγκαν είναι αναπόφευκτα ασαφή, και η ασάφεια αυτή μπορεί ενίοτε να θεωρηθεί δημιουργική. Και αποδείχθηκε όντως τέτοια σε περιπτώσεις όπου το δίλημμα νοηματοδοτούνταν μέσω μιας ανοιχτής κατασκευής του «εμείς» στα πρότυπα του Occupy («είμαστε το 99%»), των indignados κλπ.  Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, και πάντως σίγουρα στην περίπτωση  της εκλογικής καμπάνιας του ΣΥΡΙΖΑ  της Θεσσαλονίκης, η ρευστότητα αυτή των νοημάτων σταθεροποιούνταν παγίως προς μια κατεύθυνση μονιστική (ή δυιστική, που είναι το ίδιο), προς την κατεύθυνση της αντιπαράθεσης δύο στρατοπέδων. «Τάξη εναντίον τάξης»: η φράση αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε αυτούσια σαν εκλογικό σύνθημα, υπέφωσκε όμως πάντοτε ως η «κρυμμένη αλήθεια» τού «εμείς ή αυτοί», και απαντά κάθε τόσο ιδίως σε γραπτές εκφράσεις μελών του ΣΥΡΙΖΑ με πιο θεωρητικές φιλοδοξίες.

Η μεταφυσική λογική λοιπόν του «πολέμου τάξης εναντίον τάξης» εδαφικοποιούσε την όποια αμφισημία τού «Ή εμείς ή αυτοί», παράγοντας μονοσήμαντες νοηματοδοτήσεις του. Θεωρούμε το δυιστικό σχήμα ως μεταφυσικό διότι υποστασιοποιεί την τάξη ως ταυτότητα και υποκείμενο. Αντί να πριμοδοτεί την έννοια της πάλης των τάξεων, δηλαδή την έννοια μιας σχέσης και μιας διαδικασίας, επαναφέρει μια μοίρα και μια θεολογία[14].

H πάλη των τάξεων πολύ σπανίως εμφανίζεται με την τακτοποιημένη, συμμετρική μορφή των δύο στρατοπέδων. Ακόμη όμως και όταν συμβαίνει αυτό, δεν αποτελεί την «βαθύτερη αλήθεια» του ανταγωνισμού, την «καθαρή μορφή» του σε αντιδιαστολή με άλλες περιπτώσεις όπου έχει «νοθευτεί» από παραπλανητικά επιφαινόμενα του εποικοδομήματος. Ο ανταγωνισμός κατ' ανάγκην διασταυρώνεται με ποικίλες όψεις των κοινωνικών σχέσεων, υπόκειται σε πολλαπλούς καθορισμούς, χωρίς να παύει γι' αυτό να είναι ανταγωνισμός· η πολλαπλότητα αυτή δεν είναι ένα εξωτερικό ατύχημα, αλλά η ίδια η ουσία του, ο τρόπος ύπαρξής του. Η απλουστευτική νοηματοδότηση τού κοινωνικού ανταγωνισμού με βάση μόνο την εργασία ως θετικό προσδιορισμό (κατά την οποία το ένα στρατόπεδο ορίζεται ως «ο κόσμος της εργασίας») παραβλέπει τουλάχιστον δύο πράγματα: α) ότι η βασικότερη (και πολιτικότερη) επιθυμία του «κόσμου της εργασίας» είναι να πάψει να ορίζεται από την εργασία, να γλιτώσει απ' αυτήν. β) Ότι οι διαφορές περί την εργασία τέμνονται από άλλες μεγάλες διαφορές, οι οποίες παράγουν νέες και μεγαλύτερες ανισότητες· όπως, ενδεικτικά, οι διαφορές των φύλων και των γενεών, οι συγκρούσεις γύρω από την τεχνολογική απειλή ή τη χρήση της πόλης και γενικά του χώρου, οι συγκρούσεις εθνοτήτων ή θρησκειών, οι ενδημικές μορφές πολέμου και διεθνούς τρομοκρατίας.

Μια παραδοσιακή αριστερή σύλληψη έτεινε να υποβαθμίζει τέτοιου είδους διαφορές στο χώρο της «πολιτικής των ταυτοτήτων», έναν χώρο υποτίθεται υποδεέστερο σε σχέση με την «καθαυτό» πολιτική που ορίζεται σε αναφορά με την εργατική τάξη. Ωστόσο, εδώ και κάποιες δεκαετίες τουλάχιστον είναι δυσδιάκριτο γιατί η επικέντρωση π.χ. σε ζητήματα ομοφοβίας να αποτελεί «ταυτοτική πολιτική» περισσότερο απ' ό,τι η επικέντρωση στα προβλήματα της εργατικής τάξης –ιδίως όταν η ένταξη σε αυτήν νοείται ως πηγή υπερηφάνειας και όχι ως ανυπόφορο βάρος. Αν παρακάμψουμε λόγους ιστορικής ή στατιστικής τάξεως που παραδοσιακά έδιναν μια πρωτοκαθεδρία και μια μεσσιανική ιστορική αποστολή στην «εργατική τάξη», θα είναι πιο εύκολο να αποδεχτούμε την εκ πρώτης όψεως προκλητική διατύπωση μιας «ταξικής πάλης χωρίς τάξεις»[15] ή/και με σκοπό την έξοδο από τις τάξεις.


Πάντως, εν προκειμένω η υπερκωδικοποίηση με βάση το δυισμό «τάξη εναντίον τάξης» πιστεύουμε ότι δεν βοήθησε την αριστερά να κινηθεί αποτελεσματικά σε σχέση με τις δημοτικές εκλογές. Αλλά και πέρα απ’ αυτές: η ανάγνωση της πολιτικής μέσα από αυτό το δίλημμα είναι αναντίστοιχη προς αυτό που πραγματικά υπήρξε το πολιτικό συμβάν «ΣΥΡΙΖΑ» τα τελευταία τρία χρόνια και δεν μας βοηθά να το διαβάσουμε ορθά –ούτε εμάς αλλά, κυρίως, ούτε τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του. Όλες οι νικηφόρες μάχες –Χαλκιδική, νερό, δήμοι Αθηνών και Θεσσαλονίκης και περιφέρεια Αττικής- δόθηκαν με σύνθετα και πολλαπλά κριτήρια, όχι μονιστικά.

Η επιμονή στον μονοδιάστατο καθορισμό έχει βέβαια ιστορικά αίτια. Νομίζουμε ότι αποτελεί μάλλον αποτέλεσμα αμηχανίας –όχι αδικαιολόγητης ομολογουμένως- ή κεκτημένης ταχύτητας: συνθήματα όπως αυτό προσιδιάζουν στη δεκαετία του 90 του προηγούμενου αιώνα, και φαίνεται να προβάλλονται για να λύσουν διαφορές από καιρό λυμένες και να τακτοποιήσουν λογαριασμούς από καιρό τακτοποιημένους. Τις διαφορές με το φάντασμα του Κύρκου, για να το εκφράσουμε συνθηματικά. Το πολιτικό προσωπικό που διαχειρίζεται τις τύχες του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη φαίνεται να συνεχίζει να δίνει τη μάχη ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερή εκδοχή της κομμουνιστικής ανανέωσης, τη στιγμή που η μάχη αυτή έχει προ πολλού κριθεί και σήμερα δεν σημαίνει τίποτε για κανέναν. Τη στιγμή, ακόμα περισσότερο, που οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς πέρασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από την εμπειρία των Κοινωνικών Φόρουμ στις αρχές του αιώνα, και που πολλοί απ’ αυτούς ακόμα σήμερα μετέχουν ενεργά και με ειλικρινή αυταπάρνηση σε εξαιρετικά σημαντικά και πολύτιμα εγχειρήματα κοινωνικής αλληλεγγύης –χωρίς όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, η εμπειρία αυτή να καταφέρνει να μετουσιωθεί στην πολιτική δράση τους και να την μετασχηματίσει.

Η λογική αυτή της «αυτόκεντρης ανάπτυξης», που παραπέμπει σε μια «αριστερά φρούριο», ανήκει σε ένα μακρινό παρελθόν, από την άποψη τόσο του ημερολογιακού όσο και –ιδίως- του πολιτικού χρόνου. Τη δεκαετία του 90, αλλά και ουσιαστικά όλο το διάστημα μετά τον εμφύλιο, οτιδήποτε πέρα από αυτή τη λογική παρέπεμπε σε εκκλήσεις «εθνικής συμφιλίωσης», «μετριοπάθειας», «αποφυγής των ακροτήτων» κ.ο.κ., απέναντι στις οποίες έχουν –δικαιολογημένα-  αλλεργία ιδίως οι παλιότεροι αριστεροί. Εδώ όμως δεν μιλάμε γι’ αυτό. Μιλάμε για μια πολλαπλότητα η οποία δεν αποδυναμώνει αλλά ενισχύει· μιλάμε για μια συνάντηση (ή περισσότερες) η οποία διατηρεί τις αποστάσεις χάρη στις οποίες αναπνέουν τα πράγματα, και όχι για μια «σύνθεση» ή μια «συμμαχία» η οποία σπεύδει να κλείσει αυτές τις αποστάσεις βγάζοντας μέσους όρους για να χωρέσουν όλοι στην «ενότητα».

Ασφαλώς δεν είναι κάθε συνεργασία ωφέλιμη. Μερικές όμως συνεργασίες μπορεί να σε βοηθήσουν –ή μπορείς να προσπαθήσεις να τις κάνεις εσύ να σε βοηθήσουν, αν τις οριοθετήσεις κατάλληλα. Στην πολιτική ωφελείται περισσότερο αυτός που χρησιμοποιεί και όχι αυτός που συντρίβει τη δύναμη των άλλων σε μία τελειωτική κατά μέτωπο αντιπαράθεση. Η ελπίδα για μια ριζοσπαστική πολιτική στον 21ο αιώνα, όπως παρατηρεί ο Πάολο Βίρνο[16], δεν προκύπτει επειδή «έχουμε να χάσουμε μόνο τις αλυσίδες μας», δηλαδή από την έλλειψη άλλης επιλογής, αλλά αντίθετα από την πληθώρα επιλογών· προκύπτει επειδή tertium datur: υπάρχει κάτι τρίτο, όχι μόνο δίπολα. Στους μεταφυσικούς δυισμούς, ενώ τα δύο μέρη δεν επικοινωνούν, ωστόσο υποκαθίστανται αμοιβαία, προκρίνοντας την προτεραιότητα κάποιου από τα δύο. Απτό παράδειγμα επί δεκαετίες: η διπολική αντιπαράθεση του κόσμου, που συμβολίστηκε στο τείχος του Βερολίνου. Παρακάμπτοντας τους κάθετους δυισμούς, μεταβαίνουμε σε ένα πεδίο όπου οι δύο πόλοι ναι μεν υπάρχουν, πλην όμως επικοινωνούν, και έτσι αποκτά σημασία το διατομικό «ενδιάμεσο»: εκεί μπορούμε να φανταστούμε νέες πρακτικές και πολιτικές –όπως συνήθως κάνουν οι μάζες, τα πλήθη, οι πολίτες. Έτσι προκύπτουν οι Ταχρίρ και τα Γκεζί, και αμέτρητες άλλες επινοήσεις στους δημόσιους χώρους.

Όποιος φοβάται μήπως μολυνθεί από την επαφή με το άλλο, έχει μία μόνο σίγουρη μέθοδο να το αποφύγει: να μολύνει αυτός το «άλλο», αντί να προσπαθεί να διαφυλάξει την καθαρότητα. Ή να δει ότι το έχει ήδη μολύνει, και να προσπαθήσει να το κάνει καλύτερα.

Η αμυντική τακτική δεν ταιριάζει στον ΣΥΡΙΖΑ. Αν μια ομάδα δεν παίξει επιθετικά τη στιγμή που βρίσκεται στην καλύτερη φόρμα της ιστορίας της, πότε θα παίξει; Και όταν λέμε «επιθετικά», δεν εννοούμε «να κάνει σκληρές κομματικές επιλογές». Τόσο οι επιλογές του Λεκανοπεδίου, όσο και αυτές της Θεσσαλονίκης –και άλλων περιοχών- κομματικές ήτανε. Οι μεν όμως επέτυχαν, οι δε όχι. Άρα, ο λόγος για αυτά τα αποτελέσματα δεν βρίσκεται στην κομματικότητα, αλλά κάπου αλλού: ο κόσμος επέλεξε Σακελλαρίδη και Δούρου όχι επειδή ανταποκρίθηκε στην έκκληση για «αποδοκιμασία της κυβερνητικής πολιτικής», αλλά επειδή οι υποψηφιότητες αυτές άνοιγαν μία γραμμή φυγής, του έδιναν μια ευκαιρία να δοκιμάσει κάτι νέο και όχι να επικυρώσει το ήδη γνωστό και καταξιωμένο.

Πειστική πρόταση προς τον κόσμο λοιπόν είναι αυτή που του αφήνει έναν χώρο να αναπνεύσει, που του εμπνέει την εμπιστοσύνη ότι, εάν υπάρξει ανάγκη, θα έχει μία γραμμή φυγής· όχι αυτή που υπόσχεται –και απαιτεί σε αντάλλαγμα- αιώνια πίστη και δέσμευση σε ένα «στρατόπεδο». Μεταξύ των (υποτιθέμενων) στρατοπέδων υπάρχουν αμφοτέρωθεν ροές, και η «Θεσσαλονίκη Ανοιχτή Πόλη» καταφεύγει στην ουσιοκρατία της «τάξης εναντίον τάξης» για να νεκρώσει, να μπετονάρει αυτές τις ροές –επειδή νομίζει ότι είναι διαρροές και απώλειες καθαρότητας. Στην πραγματικότητα όμως είναι αυτές που την τροφοδοτούν. Ή τουλάχιστον θα μπορούσαν.

Αυτό αποδεικνύεται και από ένα παράδειγμα αντίστροφο από αυτό που αναφέραμε στην αρχή.

Προσωπικά γνωρίζουμε άτομο το οποίο κατέβηκε υποψήφιο –και εξελέγη- με την «Πρωτοβουλία για τη Θεσσαλονίκη». Το άτομο αυτό μας διαβεβαίωσε ότι στις Ευρωεκλογές θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ.

Άρα, όχι μόνο ΣΥΡΙΖΑίοι ψηφίζουν Μπουτάρη, αλλά και υποψήφιοι του Μπουτάρη ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ.

Την ψήφο αυτή άραγε την θέλει η «Θεσσαλονίκη Ανοιχτή Πόλη»;

Πάντως στο λόγο της δεν υπάρχει χώρος για να την υποδεχθεί, ή να ενθαρρύνει άλλες ανάλογες να έλθουν. Αν το άτομο αυτό έπαιρνε σοβαρά την ανακοίνωση, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ το χαρακτηρίζει δολοφόνο, θα έπρεπε να τους στείλει στο διάολο. Όταν ζητάμε όλα ή τίποτα, υπάρχει ο κίνδυνος να βρεθούμε με το τίποτα, και έτσι να χάσουμε το κάτι, δηλαδή το μη όλο, που είναι όμως ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει. Το μόνο που υπάρχει.

Ευτυχώς, στην περίπτωσή μας, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, μαζί με άλλους πολλούς, ευτυχώς αγνόησε τον εκβιασμό της ανακοίνωσης, την θεώρησε μη σοβαρή, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι σε τέτοια κείμενα συνήθως λέμε και καμιά υπερβολή να περνάει η ώρα, και σε πείσμα αυτής ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ την ίδια μέρα, το ίδιο λεπτό, που ψήφισε Μπουτάρη για το Δήμο.

Ενδιαφέρεται άραγε η «Θεσσαλονίκη Ανοιχτή Πόλη» να αναρωτηθεί γιατί συμβαίνει αυτό, και να το καλλιεργήσει; Εμείς πιστεύουμε ότι θα πρέπει να ενδιαφέρεται. Αυτή θα έχει να κερδίσει.



[1] Για μια χρήσιμη αναφορά στο βασικό πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής που προηγήθηκε βλ. το αφιέρωμα του αθηναϊκού περιοδικού Διάπλους, τ. 29, Δεκέμβριος 2008 - Ιανουάριος 2009, Αθήνα, και ειδικά το: Μπαρτσίδης Μιχάλης, «Ο εσωτερικός αποκλεισμός της Θεσσαλονίκης, πολιτισμικό σχεδίασμα» (σσ. 52-57).
[2] Στις φετινές εκλογές, το ΚΚΕ αρνήθηκε να επιλέξει μεταξύ του Αχιλλέα Μπέου και του αντιπάλου του στο δήμο Βόλου με το επιχείρημα ότι «και οι δύο είναι εκπρόσωποι του αστισμού». Πολλοί από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ επέκριναν την άρνηση αυτή, και δικαίως. Ωστόσο, είναι δύσκολο να διακρίνουμε σε τι διαφέρει αυτή η στάση από την πρωτοφανή αντίστοιχη φετινή ανακοίνωση της «Ανοιχτής Πόλης», η οποία εξίσου αρνήθηκε να επιλέξει μεταξύ Μπουτάρη και Καλαφάτη με το επιχείρημα ότι «μόνο οι εθελόδουλοι επιλέγουν τον εκτελεστή τους» (!). Βλ. αναλυτικότερα Άκη Γαβριηλίδη, Θεσσαλονίκη: η ανοιχτή πόλη και τα κλεισίματά της.
[3] Όπως ορθά υπενθυμίζει η Ρίκα Μπενβενίστε, ο Τριαντάφυλλος Μηταφίδης ήταν «ο μόνος σημερινός υποψήφιος Δήμαρχος που μπορείτε να θυμηθείτε να γράφει, να παρίσταται, να καταθέτει στεφάνι στην Ημέρα Μνήμης για το Ολοκαύτωμα, πριν ακόμη από την εποχή της ‘πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης’ και ανεξαρτήτως προεκλογικών περιστάσεων», Ρ. Μπενβενίστε, «Δημοτικές Εκλογές στη Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 2014, Δυο-τρία πράγματα που ξέρω  γι’ αυτές».
[4] Το 2010, ο ίδιος υποψήφιος είχε βγει μόλις πέμπτος με το αποκαρδιωτικό 3,67% –σχεδόν το μισό από τον παλαίμαχο εθνικιστή πολιτευτή Σ. Παπαθεμελή, σχεδόν το ένα τρίτο από τον υποψήφιο του ΚΚΕ και μόλις εκατό ψήφους πάνω από τον υποψήφιο του ΛΑΟΣ.
[7] Βλ. Judith Butler, «Marxism and the merely cultural», New Left Review τ. 227, Ιαν./Φεβ. 1998 –ελλ. μετ.: «Ο μαρξισμός και το ‘απλώς πολιτισμικό’», Θέσεις τ. 93 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2005).

[9] Γιατί είναι λάθος αυτή η εξίσωση μπορεί κανείς να το διαβάσει αναλυτικότερα στο: Γιάννης - Ορέστης Παπαδημητρίου, Γιατί ο Καμίνης δεν είναι ο αθηναίος Μπουτάρης.

[10] Την τάση αυτή εντοπίζει και η Λίνα Λιάκου, χρησιμοποιώντας περισσότερο τη γλώσσα του μάνατζμεντ, στο Tι δημάρχους θέλουμε;. Ενδεικτικά: «Σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο και όχι μόνο σε ελληνικό, οι πόλεις αναλαμβάνουν έναν νέο ρόλο και επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους με τους πολίτες τους, με το κεντρικό κράτος αλλά και με το διεθνές περιβάλλον τους. Ο ρόλος του δημάρχου αποκτά νέο νόημα και δυναμική (…) Ο Δήμος έχει πάψει να αποτελεί σκαλοπάτι για την κεντρική εξουσία όσο και παραπαίδι της. Οφείλει να αποκτήσει τον δικό του ανεξάρτητο ρόλο και παρουσία σε διεθνές επίπεδο μέσα από ένα μοντέλο συνεργασίας τόσο με τους πολίτες του όσο και με άλλες πόλεις παγκοσμίως». Αν ισχύει αυτό, ίσως εξηγεί γιατί είναι ανεπαρκές να επικεντρώνεται κανείς στο «μνημόνιο» ή σε άλλα κριτήρια σχετικά με την κεντρική πολιτική του έθνους-κράτους για να τα αναδείξει ως «τρωτά σημεία» των «μνημονιακών εκτελεστών».
[11] Βλ. Άκης Γαβριηλίδης, «Πώς ψηφίζει το πλήθος», στο: Κοινωνικό Εργαστήριο Θεσσαλονίκης (2013), Ζωή, λόγοι, πολιτικές, Θεσσαλονίκη:Ένεκεν 2013, σσ. 65-75.
[12] Βλ.  Μπαρτσίδης, Μ. - Τσιμπιρίδου Φ., «Για την επιστροφή της 'πολιτικής ηθικής': παγκοσμιοτοπικά κινήματα «αξιοπρέπειας», Θέσεις 126, 2014, σσ. 43-74.
[13] Η στήριξη αυτή είναι κατά τη γνώμη μας πολύ σημαντικότερη από την «αποκάλυψη» ότι ο επικεφαλής της «Πρωτοβουλίας» ως άτομο υπήρξε «καπιταλιστής βιομήχανος» –πράγμα εξάλλου το οποίο ουδείς απέκρυψε και ουδείς αγνοούσε.
[14] Έχουμε υποστηρίξει από καιρό ότι το να κλίνουμε σε όλες τις πτώσεις τα ονόματα τάξη, ταξικός και τα παράγωγά τους, δεν μας εξασφαλίζει απέναντι στην ουσιοκρατία (δηλαδή το θεωρητικό αντίστοιχο ή τον προθάλαμο του ρατσισμού), αλλά αντιθέτως υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μας οδηγεί ακριβώς σε αυτήν. Βλ. σχετικά: Άκη Γαβριηλίδη, Αταξία εναντίον τάξης και ΠΑΜΕ: η παλαιά ουσιοκρατία του αίματος.
[15] Η αντίληψη ότι η «πάλη των τάξεων» είναι ανταγωνισμός, όχι όμως ασυμφιλίωτος καθόσον επικαθορίζεται από όλες τις κοινωνικές πρακτικές και σχέσεις, αναπτύσσεται στο  Balibar 1991[1988], Φυλή, έθνος, τάξη: οι διφορούμενες ταυτότητες. Αθήνα: Πολίτης, σελ. 273.
[16] Βλ. Δεξιοτεχνία και επανάσταση, Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2002.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, με ελαφρά διαφορετικό τίτλο. Το αναδημοσιεύουμε εδώ προκειμένου να δώσουμε τη δυνατότητα σχολιασμού και συζήτησης, η οποία για τεχνικούς λόγους δεν υπάρχει στον ΧΡΟΝΟ.

2 σχόλια: