-Είναι
δύσκολο και άχαρο έργο να προβαίνεις σε απολογισμούς σε τόσο σύντομο διάστημα
για ένα πρωτότυπο ιστορικό συμβάν σαν αυτό που ζούμε και για την κυβέρνηση η
οποία είναι αποτέλεσμά του. Μπορεί να είναι πολύ νωρίς ή πολύ αργά, ανάλογα πώς
βλέπει κανείς τα πράγματα. Χωρίς ισοψηφισμούς ορθών κινήσεων και λαθών αλλά με ενός είδους ενεργητική και εν κινήσει κριτική βλέπω
το αποτύπωμά της θετικό: επιβραδύνει ορθά στην διαπραγμάτευση αλλά πρέπει να
επιταχύνει με πρωτοβουλίες στα εσωτερικά θέματα. Παρά τη σχετική μείωση της
υψηλότατης αποδοχής, τον περιορισμό των προσδοκιών στις απολύτως λελογισμένες
και μια σχετική απώλεια ισχύος ως προς τα παραδοσιακά κέντρα εξουσίας, διατηρεί
την επαφή με τους πολίτες και τις μάζες καθώς και την
εμπιστοσύνη τους.
εμπιστοσύνη τους.
-Μπορεί η ελληνική πλευρά μόνη της να
προκαλέσει ρωγμές στον σκληρό νεοφιλελεύθερο πυρήνα της Ε. Ε. και να αναδείξει
τις αντιθέσεις που υπάρχουν εντός της;
-Ήδη
προκάλεσε ρωγμές. Το σοκ που υπέστησαν οι κυρίαρχοι κύκλοι την πρώτη περίοδο
ήταν εμφανές ασχέτως αν με την παρέμβαση τους επιχειρούν να κλείσουν, να
συρράψουν το τραύμα. Το βασικό ήταν και είναι η επανεμφάνιση της ίδιας της
πολιτικής στο ευρωπαϊκό τερέν με αφορμή την ελληνική περίπτωση. Εξελίσσεται από
το 2011 (πλατείες) και μετά μια διαδικασία ενδυνάμωσης ατόμων και μαζών. Τα
υπο-κείμενα του χρέους, οι «υπό-χρεοι άνθρωποι» έχουν ανορθώσει το ανάστημα
απέναντι στους δανειστές. Πρόκειται για μια σπάνια ιστορική στιγμή αποτίναξης
της ενοχής, αντικαταθλιπτικής άρσης του εσωτερικού αποκλεισμού, εξόδου από την
αυτο-αποικιοποίηση, όλα αυτά που επέφεραν τη διάνοιξη προς την πολιτική, την
κυβερνητική αλλαγή το 2015 στην Ελλάδα και ανάλογες προοπτικές σε όλη την Ευρώπη. Δεν εννοώ κάτι σχετικό με τα περί «κατοχής» που
ακούγονται, αλλά μια πολιτισμική διάσταση της πολιτικής. Η πολιτική διάνοιξη
έλαβε τη μορφή ενός ρήγματος που αποκάλυψε βαθύτερες διεργασίες οι οποίες
υπερβαίνουν τις οικονομικές παραμέτρους και θέτουν το κορυφαίο πρόβλημα της
δημοκρατίας, και των μορφών κυριαρχίας και πολιτικής κοινότητας στην Ευρώπη. Όσοι
διαχειρίζονται από ελληνικής πλευράς την κατάσταση ας μην εφησυχάζουν με βεβαιότητα ότι «γνωρίζουν από πολιτική»
έναντι των ιδεοληπτικών και δογματικών τεχνοκρατών μιας νεοφιλελεύθερης
ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Είμαστε σε μετάβαση προς νέο καθεστώς όπου
δοκιμάζονται σε ενιαίο μίγμα ακραίες δι-ευρωπαικές ταξικές πολιτικές επισφάλειας,
βιοπολιτικές στιγματισμού των υπό-χρεων ατόμων και κρατών, θανατοπολιτικές των
πλεοναζόντων σωμάτων, αυταρχικές μορφές «από τα πάνω ολοκλήρωσης». Δεν είναι
ελληνικό το πρόβλημα, παντού στην Ευρώπη ασκούνται οι ίδιες πολιτικές, πανευρωπαϊκή
θα είναι και η λύση. Ενορχηστρώνονται ασφυκτικές πιέσεις για να προκαλέσουν τον «φόβο των
μαζών», στενεύουν τα περιθώρια για την ελληνική διεκδίκηση σε βαθμό
στραγγαλισμού ώστε να αποτρέψουν την διάσχιση της Ευρώπης. Οποιαδήποτε πολιτική
θεωρείται ανορθολογισμός, τρέλα και ιδεοληψία. Συνέπεια αυτού είναι η επαναφορά
των αυταρχικών τάσεων. Τελικά δεν είναι μια μάχη για την αλήθεια που θα λάμψει
με το δίκιο της, αλλά μια μάχη για την αλήθεια της πολιτικής η οποία είναι
αποτέλεσμα της μάχης. Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο πρέπει, οπωσδήποτε, να
συνεννοηθούμε με τους φίλους της «αριστεράς της λογικής» ώστε μην αδικούμαστε
μεταξύ μας και να παραμείνουμε στην ίδια πλευρά.
-Διακρίνεις στοιχεία μιας άλλης, μιας
νέας πολιτικής, στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους; πως μπορεί να
εμπλουτιστεί αυτή η πολιτική από εδώ και μετά;
-Θα
ήταν πιο φρόνιμο να επιδείξουμε έναν ριζικό πολιτικό εμπειρισμό με ευελιξία στο
χώρο και στον χρόνο- όπως κάναμε στα κινήματα της τελευταίας δεκαπενταετίας-
χωρίς, ωστόσο, να απεμπολούμε όσα γνωρίζουμε ήδη από την παράδοση μας. Οι
πάντες έχουν αντιληφθεί εγκαίρως την τακτική πολιτικοποίησης της
διαπραγμάτευσης, τις επιβραδύνσεις, και την αναμονή που αυτή επιβάλλει. Είμαστε
ακόμη εντός της διάρκειας της «εξέγερσης» των υπο-χρεωμένων για ανάκτηση της αξιοπρέπειας
και επαναφορά της ισοελευθερίας. Ο πολλαπλός λαϊκός κόσμος υποστηρίζει την
κυβέρνηση και λέει: «καλά το κάνετε αλλά μην κάνετε πίσω». Η πλειοψηφική στάση
αναμονής δεν σημαίνει εκχώρηση δύναμης και παθητικοποίηση αλλά ενεργητική αναμονή, ψύχραιμη συλλογική
σκέψη και αντίσταση. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο αγώνα που δίνουν οι λαοί στην
Ελλάδα και θα τα καταφέρουν όχι γιατί έχουν δίκιο, αλλά στο βαθμό που
αγωνίζονται. Όπως τα φουγάρα δεν κάνουν τον καπιταλισμό διότι αυτός είναι το
χρήμα, έτσι και ενεργητική κινητοποίηση δεν νοείται μόνο μέσω της παράστασης
των διαδηλώσεων στους δρόμους. Η συλλογική ενδυνάμωση είναι μια βαθειά πολιτική
διαδικασία με την οποία η κυβέρνηση
διατηρεί μέχρι στιγμής επαφή, όπως επίσης και τμήματα της αριστεράς που έχουν την
κουλτούρα να παρακολουθήσουν. Άλλες μερίδες της έχουν παλινδρομήσει στην
«εξωτερική» κριτική του πρωτοπόρου μοντερνιστή που διαθέτει πρόταγμα έναντι των
μαζών οι οποίες, θεωρείται βεβαίως, ότι στερούνται ιστορικής συνείδησης. Το
αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Δεν έχουν ιστορική συνείδηση με την λουκατσιανή
έννοια, έχουν όμως εκπληκτική ιστορική επίγνωση με την σπινοζική σημασία ως
αποτέλεσμα της διατομικής διαδικασίας
ενδυνάμωσης. Συνεπώς, το ερώτημα δεν είναι το παραδοσιακό «τι να κάνουμε;»
αλλά, με σπινοζική ορολογία και έμπνευση, «πώς μπορούμε να διατηρήσουμε αυτή τη
δύναμη».
-Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο που
διαμορφώνεται, γίνεται η ελληνική πλευρά να απεγκλωβιστεί από το δίλημμα
«έντιμος συμβιβασμός» ή «ρήξη» και να προωθήσει μια πολιτική διεύρυνσης του
κοινωνικού εδάφους; και αν ναι, τι σημαίνει αυτό;
-Πολύ
σωστή διατύπωση του προβλήματος. Όπως είπαμε, λοιπόν, το θέμα είναι να κάνουμε
όσα μπορούμε αλλά, προσοχή, όχι ως ρεαλιστική προσαρμογή στα όρια ισχύος που,
άλλωστε, ήταν γνωστά από πριν: παλέψαμε, το είδατε, αυτά μπορέσαμε να
καταφέρουμε, ας συμβιβαστούμε. Αντίθετα, να φτάσουμε μέχρι εκεί που δυνάμεθα,
να τραβήξουμε μέχρι τα όρια αυτό που μπορούμε, να μετατοπίσουμε τα όρια. Τα
όρια της δύναμής μας τίθενται από την υπέρτερη σε μας ισχύ του κράτους και του
κεφαλαίου σε διευρωπαικό επίπεδο εντός μιας ασυμμετρικής σχέσης. Σε τέτοιου
είδους σχέσεις ευφυές είναι να επιβραδύνουμε στην αδύναμη πλευρά
(διαπραγμάτευση) και κινούμαστε αντίστροφα επιταχύνοντας εκεί που μπορούμε
(μέτρα ανατροπής ισχύος στην εσωτερική πολιτική που δεν κοστίζουν προς το
παρόν).
-Τι μπορούμε;
-Όχι
έξοδος (grexit)
προς την εθνική καθήλωση – απομόνωση, αλλά έξοδος
μέσα σε ένα κοινό διευρωπαικό χώρο, συνεχής κίνηση διάσχισης του με
εμπλουτισμό συμμαχιών και των παθηματικών αλληλεπιδράσεων, μέτρα άμεσου περιορισμού
της οικονομικής και πολιτικής ισχύος της «κάστας» (όπως λεν οι ποδεμίστες),
καλλιέργεια των αντοχών του κόσμου με μέτρα ανακούφισης, ενίσχυση της
αλληλεγγύης και των δικαιωμάτων στις κοινωνικές υπηρεσίες, αυτό-μετασχηματισμό
μας ως άτομα- πολίτες και θεσμοί. Ας
εφαρμόσουμε, λοιπόν, έναν κάποιο επιταχυντισμό και τη φαντασία για να
διαστείλουμε το χωροχρόνο μας, να ισορροπήσουμε το συσχετισμό δύναμης και να
επιτύχουμε το πέρασμα από τις Συμπληγάδες. Πρόκειται για μια διαδικασία
δύσκολη, που περιλαμβάνει ενδεχομένως υποχωρήσεις και ήττες αλλά όχι απόλυτη υποταγή.
Σημασία, τελικά, έχει η ασφαλής διέλευση όχι της ερήμου αλλά του ορίου - εμποδίου (είμαστε το εσωτερικό
όριο της Ευρώπης), η δι-έλευση ως ερχομός μιας νέας δημοκρατικής κοινότητας.
-Ποιος θα πρέπει να είναι κατά την
γνώμη σου ο ρόλος του κόμματος απέναντι στην κυβέρνηση; και πως θα αποφευχθεί ο
κίνδυνος κρατικοποίησής του; Και πως μπορούν σήμερα τα κινήματα να ενισχύσουν
την ριζοσπαστικότητα του κυβερνητικού έργου;
-
Το κράτος, από τη μια περιλαμβάνει ήδη πάντοτε τη μορφή - κόμμα ασχέτως αν, από
την άλλη, υπάρχει η τάση - δυνατότητα το ίδιο το κόμμα να «αποσπαστεί σχετικά»
ως πολιτική δύναμη από το κράτος. Πιστεύω, όμως, ότι η κύρια τάση σήμερα είναι
η αποδυνάμωση του κόμματος ως γνωσιακο-πολιτικού σημείου στο πεδίο των
δυνάμεων. Όσον αφορά τα κινήματα αυτά
είναι πολλών ειδών, ευτυχής εξέλιξη τα τελευταία χρόνια, θέτουν τα δικά τους
ερωτήματα, παράγονται εντός τους νέες μορφές γνώσης και πολιτικής. Με άλλα λόγια,
δεν τα φτιάχνουμε εμείς και καλόν είναι να είμαστε σε θέση να αντιλαμβανόμαστε
τι θέτουν. Ας
δούμε το ερώτημά σου με μια άλλη οπτική,
εκείνη της εμμένειας. Βρισκόμαστε ως άτομα, ομάδες και κινήματα στο ίδιο επίπεδο με τους κυβερνώντες και
ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται σε και ελέγχεται από τη νέα εμπειρία μας. Καταρχήν,
έχουμε την εντύπωση ότι οι κυβερνητικοί δεν έχουν κάτι παραπάνω να μας πουν.
Όσοι μπαίνουν σε θέσεις έχουν δύσκολο έργο να επιτελέσουν αλλά κινδυνεύουν από μείωση
των αντανακλαστικών τους καθώς βυθίζονται στην κρατική λογική και σταδιακά
αποκόπτονται από τη διατομική ροή αισθημάτων και σημασιών. Μετά, αντί για συνδικαλιστές θα
ήταν πολύ προτιμότεροι ακτιβιστές που έχουν τη διάθεση να δουλέψουν και να
προσφέρουν γιατί πάντοτε ενδιαφέρονται για την αποτελεσματική δράση. Τρίτον, αντί για μάνατζερς που
εφαρμόζουν τα πακέτα διαχείρισης, ας εμπιστευτεί η κυβέρνηση επαγγελματίες γνώστες των αντικειμένων οι
οποίοι, επιπλέον, είναι σε θέση να υπηρετήσουν ένα σχέδιο, να διευρύνουν τις
συμμαχίες και τη δυναμική. Τέταρτον, οι αριστεροί είναι και πρέπει να είναι πάντοτε κριτικοί
απέναντι στην κυβέρνηση τους χωρίς η κριτική τους να δηλώνει ότι «τα ξέρουν
όλα» με εκείνη την αριστοκρατική διάθεση και κουλτούρα πολιτικής. Συνεπώς,
ριζοσπαστικοποίηση σημαίνει εμβάθυνση των αρχών και των θέσεών μας και
συγχρόνως μετασχηματισμός μας ως πολιτικών υποκειμένων.
-Είναι προφανές ότι η επίλυση μιας
σειράς θεμάτων συνδέεται άμεσα με την πορεία των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο,
υπάρχουν ζητήματα στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δώσει το στίγμα μιας αριστερής
διακυβέρνησης. Ποια θεωρείς τα σημαντικότερα από αυτά;
- Η
δραστηριότητα και η οπτική μου είναι ηθελημένα αδαής από κρατική πολιτική
λογική. Ωστόσο, αντί ενός καταλόγου προτάσεων μπορώ να σκεφτώ μια γενική
ηθικοπολιτική αρχή ανασυγκρότησης της πολιτοφροσύνης που θα μπορούσε να διέπει
τομές και μεταρρυθμίσεις. Αφενός, σκληρή οριοθέτηση με όσους νέμονται και ιδιοποιούνται ατομικιστικά το κράτος με μια υποκριτική
ρητορική του συλλογικού, και ανάδειξη
της διατομικής πολιτικής υπεράσπισης
και χρήσης των δημόσιων χώρων- κοινών αγαθών (ό, τι παλιότερα ονομάζαμε
κομμουνιστική τάση). Αφετέρου, στενά συνδεδεμένο με το πρώτο, αφού μιλήσαμε για
ανά-ταση των υπόχρεων υποκειμένων, τότε θα πρέπει να προτείνουμε μια
διαφορετική έννοια της ευθύνης ως το μάθημα από τα χρόνια της κρίσης. Μια μη ηθικολογική κοινή διατομική ευθύνη
την οποία δεν τεμαχίζουμε για να αναλάβουμε μετά ένα μέρος της που μας
αναλογεί, αντιθέτως, αναλαμβάνουμε το όλον της αλλά το επιτελούμε με τον δικό
μας τρόπο. Δεν έχουμε να μοιράσουμε
πανευρωπαϊκά ένα περίσσευμα καθώς το κοινό μας είναι ό, τι ακριβώς μας λείπει:
η ανανέωση της αλληλοδέσμευσής μας με δικαιοσύνη, φιλία, αγάπη, αξιοπρέπεια της
ισοελευθερίας και μια αξιοβίωτη ζωή. Η πιστότητα σε αυτές τις αξίες θα κρατήσει
υψηλό και το φρόνημα.
Την
συνέντευξη πήρε ο Δημήτρης Γκιβίσης
*
Η Εφημερίδα είχε επιλέξει ως τίτλο « Η παρούσα μάχη για την αλήθεια της
πολιτικής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου