της Τζένης Οικονομίδη
Έκανες όλον τον δρόμο προς τις Άλλες πολύ πριν
από μας και, πράγμα αξιοζήλευτο, μας έδειξες τον τρόπο να τον κάνουμε χωρίς εσύ
να τον ακολουθήσεις.
Ναι, είναι φορές που σου χαράζουν τον δρόμο
άτομα που δεν τον παίρνουν αλλά, από την βαθειά τους σχέση με την πολιτική, τον
βλέπουν. Στις μεγάλες γυναικείες διαδηλώσεις για το δικαίωμα στην άμβλωση η
Ροσάνα Ροσάντα συμμετείχε από το πλάι, όπως λέει η ίδια, κρατώντας αγκαζέ τον
σύντροφό της. «Κι έπειτα είχα υπογράψει φυσικά τις αυτοκαταγγελίες για
εκτρώσεις, που όντας στείρα σαν καλάμι δεν με βασάνιζε ποτέ, ήμουν τώρα πια ένα
άτομο, μια για πάντα. Ούτε με τις γυναίκες, ούτε με τους άντρες τους…».
Το 1980 εκδίδεται από τον Οδυσσέα το βιβλίο της Γυναίκες και Πολιτική, τίτλος
δανεισμένος από τη ραδιοφωνική σειρά που ανέλαβε για την ιταλική ραδιοφωνία. Ο τίτλος
του βιβλίου στα ιταλικά ήταν Le altre/ Οι άλλες-
οι άλλες του φεμινισμού. Με ακραία ειλικρίνεια, με ενάργεια και με (αυτό)ειρωνεία
μιλάει για εκείνα τα ταραγμένα και ενδιαφέροντα χρόνια. Η πυκνή και μεστή
αφήγηση του Προλόγου αφήνει ένα κείμενο που μπορεί να διαβαστεί και σήμερα. Εμβληματικό
βιβλίο σταθμός για τις γυναίκες της «διπλής στράτευσης», υπογραμμισμένο και με
σημειώσεις στο πλάι έπαιρνε περίοπτη θέση στις βιβλιοθήκες μας.
Κι όμως μετά από τόσα χρόνια κρατάω στη μνήμη
μου το τέλος του Προλόγου με την αφήγηση από τον θάλαμο του νοσοκομείου όπου
βρέθηκε μετά από γυναικολογικό χειρουργείο. Ίσως γιατί όπως λέει και η ίδια «Οι
μαρτυρίες με ενδιέφεραν περισσότερο΄ τα κομματιασμένα γραφτά των γυναικών». Σ΄ έναν
τέτοιο θάλαμο βρέθηκε και μια άλλη αγαπημένη κομμουνίστρια, η μεγάλη Κρίστα
Βολφ. Το βιβλίο της Με σάρκα και οστά διπλοτυπώνεται στη μνήμη μου με το
παρακάτω απόσπασμα της Ροσάντα:
« Η μακριά μέρα του νοσοκομείου, που αρχίζει
την αυγή και δεν τελειώνει τη νύχτα επειδή μόνο προς το πρωί τα σώματα παύουν
να παραπονούνται, με τύλιξε γαλήνια. Είχε τα πρόσωπά τους, τις κινήσεις τους, τις
μακριές σκεπτόμενες παύσεις τους, χωρίς να διαβάζουν, χωρίς να μιλούν, διώχνοντας-πιστεύω-
τα υποχρεωτικά πράγματα της ζωής. Επιπλέον την αξιοπρέπειά τους. Πέρα από τον
ξεγδαρμένο διάδρομο μας έφταναν απ΄ τα παράθυρα οι εικόνες ενός ανδρικού
τμήματος. Άρρωστος, ο αρσενικός είναι πολύ μηδαμινός’ φθαρμένη πυζάμα, μακριά γένια, ανία κακομαθημένη
και φοβισμένη. Οι γυναίκες μου όχι, μόλις έβγαιναν απ΄ την αναισθησία
χτενίζονταν, η εγχειρισμένη κοιλιά τις κάνει
να περπατάν γαλήνιες και στητές σα βασίλισσες, με ρόμπες φρεσκοσιδερωμένες και
προετοιμασμένες για το γεγονός. Το πρωί μια από μας ξανατακτοποιούσε σχολαστικά
τα λουλούδια, υπήρχε καιρός, πριν να ξανανέβει σιγά επάνω στο κρεβάτι,
διπλώνοντας τα ρούχα, τακτοποιώντας πάλι τα σεντόνια, κοιτάζοντας πέρα απ΄ το
μεγάλο παράθυρο. Δεν υπήρχε τηλέφωνο, το νοσοκομείο σε υπερασπίζει, όταν φτάνει
η ώρα των επισκέψεων σχεδόν σε ενοχλεί. Ακόμα και τα βιβλία μου μού
κατρακυλούσαν από το διάμεσο στήριγμα κι απ΄ τα χέρια, στα μακριά απογευματινά
κενά και κάτω απ΄ τη λαμπούλα που είχαν κατακτήσει για μένα (αυτή δουλεύει με
το μυαλό). Άντεξα, ήμουν σώα, μου δόθηκε άφεση, ήμουν άρρωστη, ήμουν μια
γυναίκα, μπορούσα να μη βλέπω, να μη μιλώ, να μην ακούω. Ήταν μέρες σχεδόν
ευτυχισμένες, όχι μοναχικές. Με περίμεναν άλλες τρεις απ΄ αυτές- μάλιστα όφειλα
άλλες τρεις απ΄ αυτές στην επιστήμη και στο ίδρυμα. Όμως καθώς κανείς δεν είναι
ίσος κι όμοιος με κανέναν, και εγώ ήμουν εγώ, όταν κατάλαβα πόσο καλά ήμουν με τις
αγαπημένες μου γυναίκες, σηκώθηκα, ντύθηκα και με τις γάμπες αποφασιστικές,
παρόλο που έτρεμαν λίγο, κατέβηκα τις σκάλες κι έψαξα ένα ταξί.»